test Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ, Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΜΟΥ
Menu
Your Cart

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ, Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΜΟΥ

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ, Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΜΟΥ
ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ, Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΜΟΥ


Μυθιστόρημα, 245σσ.:
250γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2025
ISBN 978-618-5855-11-6

0,00€
Χωρίς ΦΠΑ: 0,00€

Η κορδέλα της Ε. ήταν ένα artefact που είχε επιλέξει για να δηλώσει παρούσα στον πόλεμο. Σαν μια φίλη που σου βγάζει τη γλώσσα, ζωντανή, μετά τη μάχη. Ήταν το διακριτικό μιας δύναμης. Της δύναμής μας να γελάμε κλεισμένοι στα μπετά, τις λάμπες φθορίου και τα προβληματικά αμάξια μας. Κουβαλούσε μια indie ειρωνεία που συμβόλιζε τη δύναμη ενός τμήματος των millennials να παραμένουν ψύχραιμοι ανάμεσα σε γονείς θλιμμένους από το άγχος και φίλους αγχωμένους από τη θλίψη. Ήταν ένα σημάδι ζωής σε συνθήκες πολέμου. Μια γραμμή ζωγραφισμένη για να μας θυμίζει ότι υπάρχει ζωή και μέσα σε αυτόν. Ένα σημάδι ότι όλα συνεχίζονται. Η κορδέλα της Ε. ήταν το αναγνωριστικό της δύναμής της να παλεύει το κακό χωρίς να χάνει τα λογικά της. Το διακριτικό μιας γήινης σούπερ ηρωίδας που δεν ζητούσε αναγνώριση αλλά παιχνίδι. Έψαχνε, όπως κι εσύ, να βρει το νόημα στα συντρίμμια του υπαρκτού. Ήταν σκληρή στη μάχη με το κακό αλλά διακριτική στην αλληλεπίδραση με τους γύρω της. Αν εξαιρέσεις τις σούπερ ικανότητές της, ήταν μία από μας. Όπως η Princess από το Battle of the planets. Η κορδέλα της Ε. δεν απαιτούσε την προσοχή σου. Απλά την προκαλούσε. Έστηνε ένα ενδεχόμενο σημείο συνάντησης με το βλέμμα σου. Κι αν τελικά συναντιόσασταν, γινόταν ένα πειστήριο αμοιβαίας φροντίδας. Ένα νεύμα γλυκιάς θλίψης ξεχασμένο πάνω στις μπούκλες της. Έδινε ελπίδα απογυμνωμένη από μεγάλες αφηγήσεις. Δεν υποσχόταν τίποτα. Ήταν απλά ένα κάλεσμα να σηκώσεις το κεφάλι ψηλά. Μια υπενθύμιση να μην ξεχνάς τους ανθρώπους σου. Να μην ξεχνάς τα φιλιά, τις αγκαλιές και τα χαμόγελα. Μια υπενθύμιση να μην ξεχνάς την ομορφιά.

3


Τα τριάντα, όπως όλες οι ηλικιακές αναφορές που φέρουν κάποιο συμβολικό φορτίο, τα δεκαοχτώ, τα σαράντα, τα πενήντα, τα εξήντα, δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τη δεκαετία που ξεκινάει ονομαστικά με αυτά. Αντίθετα, μπορεί να περιλαμβάνουν τα χρόνια που έλκονται από το βαρυτικό πεδίο του ομώνυμου έτους τους. Τα είκοσι έξι, τα είκοσι εφτά, τα τριάντα ένα, τα τριάντα δύο και πάει λέγοντας. Το τριακοστό έτος είναι η Γη και τα τριάντα οι δορυφόροι της. Αν τώρα θέλουμε σώνει και ντε να τα ταξινομήσουμε σαν μια δεκαετία, για μένα άρχιζε στα είκοσι πέντε και τελείωνε στα τριάντα πέντε. Ήταν η περίοδος της επιστροφής μου στην πόλη που μεγάλωσα. Ήμουν ξανά κοντά στους γονείς μου, στις γειτονιές και στα πάρκα μου. Ήταν, επίσης, τα χρόνια που ξεκίνησα να δουλεύω και να πληρώνομαι για αυτό. Τα χρόνια της παραγωγικότητας.
    Tι είχε αυτή η δεκαετία για να ασχοληθώ μαζί της; Να μια ερώτηση με την οποία ήρθα πολλές φορές αντιμέτωπος. Τα τριάντα ήταν για μένα το πραγματικό κατώφλι της ενηλικίωσης. Το πέρασμα από την παρατεταμένη εφηβεία στην εξαναγκασμένη αυτογνωσία. Ο Fitzgerald προσδιόριζε τα τριάντα σε σχέση με την αυτογνωσία. Είμαι τριάντα, έλεγε, είμαι πέντε χρόνια μεγαλύτερος από την ηλικία όπου μπορείς να λες ψέματα στον εαυτό σου και αυτό να το αποκαλείς εντιμότητα.* Στην ίδια κατεύθυνση, θα έλεγα ότι τα τριάντα ήταν η συνειδητοποίηση και η αποδοχή ότι το σκοτάδι που ξεκίνησε να απλώνεται από τα μέσα της δεκαετίας των είκοσι είχε έρθει για να μείνει. Όχι ότι υπάρχει κάτι ουσιαστικό πίσω από όρους όπως εφηβεία, ενηλικίωση, μέση και τρίτη ηλικία. Όλα αυτά δεν είναι παρά χρονικές ταξινομήσεις της ανθρώπινης ζωής, κατασκευα- σμένες από τον πολιτισμό του εργοστασίου. Παρ’ όλα αυτά αποτελούν τοπωνύμια στην πορεία προς τον θάνατο. Και έπρεπε κάπως να βάλω σε τάξη αυτή την πορεία.
    Στα τριάντα ξαναγνώριζα την πόλη μου. Καταλάβαινα τι είχε να μου δώσει, τι μου είχε στερήσει και τι είχε ακόμα να μου κλέψει. Απέκτησα γάτο, κυκλοφορούσα με αμάξι, γνώρισα τον Σ. και τη Β., άρχισα το χόρτο και έμεινα για πρώτη φορά επίσημα άνεργος. Αν κάποιος με ρωτούσε στα δεκαοχτώ, όταν άρχιζε η μετεφηβική μεταμόρφωση –αυτή που προκάλεσε η φυγή μου από την πόλη μου–, πώς φανταζόμουν τον εαυτό μου στα τριάντα, η απάντηση που θα έδινα δεν θα απείχε πολύ από την παραπάνω εικόνα της ζωής μου. Θα είχε, εντούτοις, μια σημαντική απόκλιση. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι δεκαπέντε χρόνια αργότερα θα ήμουν παραδομένος σε μια πρωτόγνωρη θλίψη. Βαθιά σαν τα πηγάδια που μικρός νόμιζα ότι οδηγούν στο κέντρο της Γης και στο απέραντο σκοτάδι του.
    Τότε δεν ήξερα τι σημαίνει θλίψη. Τουλάχιστον αυτό που μετέπειτα αποκαλούσα έτσι. Στα τριάντα κατάλαβα. Έμαθα να την αναγνωρίζω σε σχέση με το ξέσπασμα και τα δάκρυα. Η θλίψη χαρακτηρίζεται από διάρκεια. Αυτό είναι το διακριτικό της. Είναι μια κατάσταση και όχι ένα γεγονός. Από τη μία, η διάρκειά της σε δυναμώνει. Γιατί σε εξοικειώνει μαζί της και σου μαθαίνει να μην τη φοβάσαι. Από την άλλη, συχνά σε παραλύει. Σαστίζεις και δεν μετακινείσαι. Μένεις εκεί, να προσπαθείς να διακρίνεις κάτι μέσα στη θολούρα. Αυτή είναι η διαφορά της θλίψης. Δεν είναι σύννεφο. Είναι ομίχλη.
    Τα τριάντα μου συνδέθηκαν όσο τίποτα με αυτήν. Στο τέλος τους είχα αρχίσει να καταλαβαίνω. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω τι σημαίνει χρόνος και επιθυμία, να καταλαβαίνω τους γονείς μου, να καταλαβαίνω τι έκανα στις σχέσεις μου, τι έπρεπε να λύσω και τι να αφήσω ως έχει. Κυρίως όμως καταλάβαινα ότι τα πράγματα που πάντα με ευχαριστούσαν και στα οποία σε κάποιο βαθμό τα κατάφερνα, κάποιες φορές δεν έφταναν για να με κάνουν χαρούμενο όπως παλιά. Και αναρωτιόμουν τι έμενε. Τι έμενε να κάνω; Τι κάνεις όταν συνειδητοποιείς ότι τα πεδία που είχες βάλει στο μάτι εξερευνώνται μεν αλλά συχνά άτσαλα και μερικά, δίνοντας στις ανακαλύψεις σου μια αίσθηση ημίμετρου; Τι κάνεις όταν συνειδητοποιείς ότι η περιπέτεια, παρότι συμβολικά προσοδοφόρα, δεν σε ικανοποιεί πάντα όπως προσδοκούσες; Ότι η κατάκτηση κρύβει μέσα της και ήττα; Τι μένει να δεις; Να μυρίσεις; Να γευτείς; Τι μένει να γνωρίσεις για να βιώσεις ξανά εκείνη τη χαρά;
    Δεν ήξερα τι έμενε να γνωρίσω για να νιώσω ξανά όπως ένιωθα κάποτε. Ήξερα όμως τι έπρεπε να κάνω πριν από αυτό. Έπρεπε να καταλάβω τι δημιούργησε αυτό το σκοτάδι. Να το μελετήσω. Να το προβάλω στο παρελθόν και στο παρόν. Να βρω τους πρωταγωνιστές και τις μάχες του. Έπρεπε να καταλάβω ότι το δημιούργησε ο πατέρας μου, η πόλη μου και τα τριάντα μου. Αυτό που συμβόλιζαν τα τριάντα. Αυτό που μας έμαθαν ότι πρέπει να είμαστε στα τριάντα. Έπρεπε να βουτήξω μέσα του για να ρυθμίσω την αναπνοή μου και να ξαναβγώ στην επιφάνεια. Για να καταλάβω τι γέννησε αυτό το σκοτάδι έπρεπε να κάνω μια στάση. Να σταματήσω να κινούμαι και να αξιοποιήσω τον διαθέσιμο χρόνο μου για να συγκροτήσω τις αρνήσεις μου. Στο τέλος των τριάντα βρήκα αυτόν τον πολυπόθητο χρόνο. Ξαφνικά. Μέσα στην ακινησία της θλίψης. Μου τον έδωσε ο Σ.


* F. Scott Fitzgerald (2012), Ο μεγάλος Γκάτσμπυ, Άγρα.