-30 %
ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΣ
32 ΚΟΜΜΑΤΙΑ
265γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2022
ISBN 978-618-84744-9-9
10,85€
15,50€
Χωρίς ΦΠΑ: 10,85€
Aποκλεισμένος στο αθηναϊκό του διαμέρισμα, ένας άνδρας βυθίζεται στην εμμονή του με το έργο και τη ζωή του συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα. Συλλέκτης αρχείου και φανατικός ακροατής της μουσικής του, ο μονήρης ένοικος αντιλαμβάνεται τη φασματική παρουσία του Σκαλκώτα να μοιράζεται τον χώρο του και να τον παρασύρει σε ολοένα συχνότερες καταβυθίσεις. Από δωμάτιο σε δωμάτιο, μια βίαια ονειρική σκηνή συμπαρασύρει τον ένοικο και τον συγκάτοικο σε δρόμους και βαριετέ του Βερολίνου, την περίοδο της ανόδου του Χίτλερ και τα χρόνια της μαθητείας του Σκαλκώτα στη μουσική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ακολουθώντας την πορεία του συνθέτη στην κατοχική και εμφυλιακή Αθήνα, η ταύτιση του άνδρα-αφηγητή μαζί του εντείνεται με την επίκληση και εμφάνιση συγγενών και προσώπων που καθρεφτίζονται, αναθυμούνται και διεκδικούν την επιστροφή τους για μια τελευταία φορά. Μια μη γραμμική και λοξά φωτισμένη διήγηση-εξομολόγηση ενός θρυμματισμένου εγώ, ενός άλλου «Σκαλκώτα» από το σκοτάδι προς την ανέλπιστη έξοδο στο ηλιόλουστο αθηναϊκό πρωινό.
Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, Σονάτες φαντασμάτων, “Ανοιχτό βιβλίο, Εφ.Συν.”, 27.01.2024
Ο Τσιμπούκης μοιράζεται επίσης και την αξιοπρόσεκτη μέριμνα για τη γλώσσα, την υπαρξιακή ταλάντευση και αμφισημία, τη συστηματική υπονόμευση του ρεαλισμού, καθώς και τη μη γραμμική, σπονδυλωτή ανάπτυξη του αφηγηματικού υλικού του.
Σίσσυ Αλωνιστιώτου, Η ζωή στο ίδιο διαμέρισμα με τον Σκαλκώτα, “Η Καθημερινή, Τέχνες & Γράμματα”, 19.11.2023
Σε αναζήτηση της ελληνικότητας. Ο Σκαλκώτας «συνομιλεί» με τη γενιά του ‘30, χτίζοντας την συνθετική του ταυτότητα, μέσα στις πρωτοποριακές μουσικές ζυμώσεις της σχολής του Σαίνμπεργκ, στο μεσοπολεμικό Βερολίνο. Ο Βασίλης Τσιμπούκης προσεγγίζει μυθοπλαστικά το φαινόμενο Σκαλκώτα, χρησιμοποιώντας «τρόπους» του μουσικού του ιδιώματος.
Αλέξανδρος Ζωγραφάκης, “Μένω με κάποιον”, “Istos.gr”, 11.03.2023
Ο Βασίλης Τσιμπούκης (Αθήνα, 1958), στην πρώτη του εμφάνιση ως μυθιστοριογράφος, συνθέτει ένα εντυπωσιακό ανάγνωσμα που από πλευράς γλώσσας, ύφους, και τρόπου διαχείρισης του υλικού που επιλέγει, καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη. Το κείμενο δεν καταφεύγει σε διευκολύνσεις και μελοδραματισμούς· δεν αναλώνεται σε ακκισμούς και περιττές φλυαρίες
Άγης Αθανασιάδης, Ένας διαφορετικός συγκάτοικος, “Librofilo.blogspot.com”, 27.02.2023
Ο Βασίλης Τσιμπούκης, στο υπέροχο βιβλίο του, χρησιμοποιώντας άλλοτε μακροπερίοδο και άλλοτε μικροπερίοδο λόγο, έχει γράψει ένα βαθιά εσωτερικό μυθιστόρημα (νουβέλα καλύτερα), υπαινικτικό και πυκνό, χρησιμοποιώντας εσωτερικό μονόλογο με τρόπο άμεσο και ζωντανό
Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, Σονάτες φαντασμάτων, “Ανοιχτό βιβλίο, Εφ.Συν.”, 27.01.2024
Ο Τσιμπούκης μοιράζεται επίσης και την αξιοπρόσεκτη μέριμνα για τη γλώσσα, την υπαρξιακή ταλάντευση και αμφισημία, τη συστηματική υπονόμευση του ρεαλισμού, καθώς και τη μη γραμμική, σπονδυλωτή ανάπτυξη του αφηγηματικού υλικού του.
Σίσσυ Αλωνιστιώτου, Η ζωή στο ίδιο διαμέρισμα με τον Σκαλκώτα, “Η Καθημερινή, Τέχνες & Γράμματα”, 19.11.2023
Σε αναζήτηση της ελληνικότητας. Ο Σκαλκώτας «συνομιλεί» με τη γενιά του ‘30, χτίζοντας την συνθετική του ταυτότητα, μέσα στις πρωτοποριακές μουσικές ζυμώσεις της σχολής του Σαίνμπεργκ, στο μεσοπολεμικό Βερολίνο. Ο Βασίλης Τσιμπούκης προσεγγίζει μυθοπλαστικά το φαινόμενο Σκαλκώτα, χρησιμοποιώντας «τρόπους» του μουσικού του ιδιώματος.
Αλέξανδρος Ζωγραφάκης, “Μένω με κάποιον”, “Istos.gr”, 11.03.2023
Ο Βασίλης Τσιμπούκης (Αθήνα, 1958), στην πρώτη του εμφάνιση ως μυθιστοριογράφος, συνθέτει ένα εντυπωσιακό ανάγνωσμα που από πλευράς γλώσσας, ύφους, και τρόπου διαχείρισης του υλικού που επιλέγει, καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη. Το κείμενο δεν καταφεύγει σε διευκολύνσεις και μελοδραματισμούς· δεν αναλώνεται σε ακκισμούς και περιττές φλυαρίες
Άγης Αθανασιάδης, Ένας διαφορετικός συγκάτοικος, “Librofilo.blogspot.com”, 27.02.2023
Ο Βασίλης Τσιμπούκης, στο υπέροχο βιβλίο του, χρησιμοποιώντας άλλοτε μακροπερίοδο και άλλοτε μικροπερίοδο λόγο, έχει γράψει ένα βαθιά εσωτερικό μυθιστόρημα (νουβέλα καλύτερα), υπαινικτικό και πυκνό, χρησιμοποιώντας εσωτερικό μονόλογο με τρόπο άμεσο και ζωντανό
Μπροστά στον φωτισμένο καθρέφτη παρατηρώ το μασκαρεμένο μου πρόσωπο, φαουντέισιον και πούδρα σε πιο ανοιχτή απόχρωση από το χρώμα του δέρματος. Τα μάτια τονισμένα με μαύρο μολύβι και οι βλεφαρίδες με μαύρη μάσκαρα. Τα χείλη βαμμένα σε σχήμα καρδιάς, πιο στενά από το φυσικό τους σχήμα, σε βυσσινί χρώμα. Το μουστάκι, αν και δεν είναι ιδιαίτερα της μόδας, είναι κοντοκουρεμένο και καλοσχηματισμένο. Τα μαλλιά μου κοντά, με χωρίστρα στη μέση, κολλημένα στο κεφάλι. Είμαι κονφερασιέ, ψυχαγωγός σε βερολινέζικο καμπαρέ μαζί σου, το σωτήριο έτος 1931, Κούρφιρσταμστρασε.
Εσύ όμως δεν άντεχες να δουλεύεις ούτε σαν πιανίστας στις σάλες των κινηματογράφων που ακόμη πρόβαλλαν βουβές ταινίες, κάτω από τις μεγάλες οθόνες. «Καλύτερα να αντιγράφω παρτιτούρες, να χαλάω τα μάτια μου, από το να ξενυχτώ στα παλκοσένικα. Γιατί τώρα πια στράγγιξα, δεν μπορώ να γράψω άλλο» – λόγια από σένα θα μπορούσαν να είναι. Η αυθαιρεσία κρίνεται από το αποτέλεσμα και η καλή προαίρεση ευνοεί τη συμβατικότητα. Αναβοσβήνουν και οι δύο σαν πυρακτωμένες ενδείξεις κινδύνου. Αν χρειαστεί, το Βερολίνο θα γίνει μια άλλη πόλη στον χάρτη που θα φτιάξω για σένα. Τότε το πρωτοσκέφτηκα. Έναν χάρτη για σένα, το θέατρο του δικού μας κόσμου, μια εικαστική, νοητική μεταφορά. Όχι για να τον ξεχάσεις, όπως την πρώτη φορά. Ή δεν τον ξέχασες και απλά με καθοδήγησες να σκεφτώ πως η επινόηση είναι όλη δική μου; Ας είναι και έτσι. Η ουσία είναι πως το Βερολίνο σου θα ανασυσταθεί. Δεν θα το εγκαταλείψεις ποτέ. Όπως η Αθήνα, η πόλη που έζησες, παραλλαγμένη, θα χωρέσει την πόλη που ζω. Ο χαρτογράφος και απολογητής σου. Μεγαλοστομίες και το ακριβό μέταλλο της στοργής μου για σένα, ή, ακόμα καλύτερα, ένα λαγοπόδαρο για την καλή μας τύχη. Είχε ένα τέτοιο η γιαγιά μου στο κουζινάκι της για τα ψίχουλα.
Και η ελπίδα πως θα γυρνούσες στη Γερμανία. Αναγκαστική φυγή, Μάιος 1933, είκοσι εννέα ετών. Σε βοηθάει το ελληνικό προξενείο. Δεν προλαβαίνεις να πάρεις παρά μόνο όσα χωράει η μικρή σου βαλίτσα. Καφετί το δέρμα. Πότε πρόλαβε να φθαρεί στις δύο άκρες της; Η μια λάμα της κλειδαριάς χαλαρή, επίφοβη. Ο ιμάντας τεζαρισμένος. Όχι πως δεν προσπάθησες. Παραμένω ο δικός σου μάρτυρας σε μια επίσκεψη που ξεδιπλώνεται σαν ταινία εποχής με ανετάριστη, τρεμάμενη εικόνα όσο πλησιάζει στο τέλος, η μια μπομπίνα αντικριστά στην άλλη που γεμίζει. Δεν χρειάζομαι σ’ αυτό το πλάνο. Αν ήμουν, σίγουρα θα κοβόταν στο μοντάζ. Μέσα Μαρτίου, τον ίδιο χρόνο, σκύβω πάνω από τον ώμο σου στο διαμέρισμα της Νίρνμπεργκερστρασε, όση ώρα γράφεις ακόμη ένα γράμμα με ικεσίες και θυμωμένα ξεσπάσματα στον Μανώλη Μπενάκη.
Εσύ όμως δεν άντεχες να δουλεύεις ούτε σαν πιανίστας στις σάλες των κινηματογράφων που ακόμη πρόβαλλαν βουβές ταινίες, κάτω από τις μεγάλες οθόνες. «Καλύτερα να αντιγράφω παρτιτούρες, να χαλάω τα μάτια μου, από το να ξενυχτώ στα παλκοσένικα. Γιατί τώρα πια στράγγιξα, δεν μπορώ να γράψω άλλο» – λόγια από σένα θα μπορούσαν να είναι. Η αυθαιρεσία κρίνεται από το αποτέλεσμα και η καλή προαίρεση ευνοεί τη συμβατικότητα. Αναβοσβήνουν και οι δύο σαν πυρακτωμένες ενδείξεις κινδύνου. Αν χρειαστεί, το Βερολίνο θα γίνει μια άλλη πόλη στον χάρτη που θα φτιάξω για σένα. Τότε το πρωτοσκέφτηκα. Έναν χάρτη για σένα, το θέατρο του δικού μας κόσμου, μια εικαστική, νοητική μεταφορά. Όχι για να τον ξεχάσεις, όπως την πρώτη φορά. Ή δεν τον ξέχασες και απλά με καθοδήγησες να σκεφτώ πως η επινόηση είναι όλη δική μου; Ας είναι και έτσι. Η ουσία είναι πως το Βερολίνο σου θα ανασυσταθεί. Δεν θα το εγκαταλείψεις ποτέ. Όπως η Αθήνα, η πόλη που έζησες, παραλλαγμένη, θα χωρέσει την πόλη που ζω. Ο χαρτογράφος και απολογητής σου. Μεγαλοστομίες και το ακριβό μέταλλο της στοργής μου για σένα, ή, ακόμα καλύτερα, ένα λαγοπόδαρο για την καλή μας τύχη. Είχε ένα τέτοιο η γιαγιά μου στο κουζινάκι της για τα ψίχουλα.
Και η ελπίδα πως θα γυρνούσες στη Γερμανία. Αναγκαστική φυγή, Μάιος 1933, είκοσι εννέα ετών. Σε βοηθάει το ελληνικό προξενείο. Δεν προλαβαίνεις να πάρεις παρά μόνο όσα χωράει η μικρή σου βαλίτσα. Καφετί το δέρμα. Πότε πρόλαβε να φθαρεί στις δύο άκρες της; Η μια λάμα της κλειδαριάς χαλαρή, επίφοβη. Ο ιμάντας τεζαρισμένος. Όχι πως δεν προσπάθησες. Παραμένω ο δικός σου μάρτυρας σε μια επίσκεψη που ξεδιπλώνεται σαν ταινία εποχής με ανετάριστη, τρεμάμενη εικόνα όσο πλησιάζει στο τέλος, η μια μπομπίνα αντικριστά στην άλλη που γεμίζει. Δεν χρειάζομαι σ’ αυτό το πλάνο. Αν ήμουν, σίγουρα θα κοβόταν στο μοντάζ. Μέσα Μαρτίου, τον ίδιο χρόνο, σκύβω πάνω από τον ώμο σου στο διαμέρισμα της Νίρνμπεργκερστρασε, όση ώρα γράφεις ακόμη ένα γράμμα με ικεσίες και θυμωμένα ξεσπάσματα στον Μανώλη Μπενάκη.
Ετικέτες:
ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΣ