Διήγημα - Νουβέλα, 288 σσ.:
450γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2023
ISBN 978-618-86331-3-1
Δεκαέξι διηγήματα αυτοβιογραφικά, πνευματώδη, ενίοτε λυρικά, διεισδυτικά, με καυστικό χιούμορ, αυτοσαρκασμό.
Αιθέριοι κόσμοι κατοικημένοι από πνεύματα και δυνάμεις αόρατες, όσο και πραγματικές, μάλλον.
Αν το φαινομενικά ασήμαντο, επιδέξια αφηγημένο, γίνεται σημαντικό, τότε η πρόζα της Τολστάγια αναδεικνύει το
«οικουμενικό αίνιγμα» για τις χαμένες κάλτσες στο πλυντήριο, αλλά και τη νοσταλγία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα ή τη
γλυκόπικρη αναπόληση του πατέρα. την «ποίηση της δωροδοκίας» στη μετασοβιετική Μόσχα ή μια σουρεαλιστική παραβολή για
τη δουλεία και τη δυστυχία της αφθονίας των καταναλωτικών αγαθών. Τα ευφάνταστα στοχαστικά σλάλομ ανάμεσα στο «Μαύρο τετράγωνο»
του Μαλέβιτς και στα καταθλιπτικά επεισόδια του Λεβ Τολστόι διαδέχονται προκλητικά ανθρωπολογικά πορτρέτα σύγχρονων μοναχικών Ρώσων
και Δυτικοευρωπαίων ή η σπαρταριστή υπόθεση εργασίας μιας Ιταλίας που λείπει από την υδρόγειο. Ιστορίες από την οικογενειακή ντάτσα,
μια τσεχωφική πινακοθήκη προσώπων που παραθερίζουν στις εξοχές του Λένινγκραντ, ταξίδια και βιώματα από το Παρίσι, τη Ραβένα, τις ΗΠΑ
και το Πρίνστον, την αγαπημένη της Κρήτη. Η Τολστάγια, δισέγγονη του Αλεξέι Νικολάγεβιτς Τολστόι, διαθέτει συγγραφικό έργο ευρέως αναγνωρισμένο
και μεταφρασμένο, ενώ διακρίνεται για την παρεμβατική πολιτική της στάση σε εκπομπές στη ρωσική τηλεόραση και αλλού.
Και στα δεκαέξι διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή, η Τολστάγια αγγίζει με τρυφερά αλλά παιγνιώδη δάχτυλα το πένθος, τη φθορά, το ανεκπλήρωτο του έρωτα, αλλά και την κρυμμένη μαγεία πίσω από το προφανές, χωρίς να υποκύπτει ούτε στιγμή στην κοινοτoπία, εφευρίσκοντας μια δική της γλώσσα για να αφηγηθεί τον κόσμο και τη ζωή της, μια που συχνά οι ρόδες των ιστοριών της κυλούν πάνω στις ράγες του βιώματος αναδίδοντας έναν αέρα αυτοβιογραφικό.
Δημήτρης Δουλγερίδης, Ακατανόητα βάθη, θλίψη που σέρνει κάτι ανθρώπινο, “Τα Νέα, Tabula rasa”, 08.08.2023
Έχει πάντα ενδιαφέρον η αποτύπωση του ελληνικού φολκλόρ στη σύγχρονη λογοτεχνία, ειδικά μέσα από τις «ρωγμές» μυθιστορημάτων ή διηγημάτων που περιμένουν να τα ανακαλύψεις χωρίς άλλο promotion. Τελευταίο παράδειγμα η Τατιάνα Τολστάγια, δισέγγονη του Τολστόι, η οποία στους Αιθέριους κόσμους μετεωρίζεται ανάμεσα στον Γκόγκολ και τον Τσέχοφ, το γήινο και το σουρεαλιστικό για να αποδώσει το μεγαλείο της λεπτομέρειας.
Η π η χ τ ή
Είναι αλήθεια πως πάντα τη φοβόμουν, από παιδί.
Φταίει που δεν τη φτιάχνουν έτσι τυχαία, όποτε να ’ναι, αλλά όλο και συχνότερα την Πρωτοχρονιά, στην καρδιά του χειμώνα, στις πιο σύντομες και σκληρές μέρες του Δεκέμβρη. Σκοτεινιάζει γρήγορα,
γύρω από τα φανάρια του δρόμου το φως μοιάζει να έχει αγκάθια: Πρόκειται για την απόλυτη παγωνιά. Αναγκάζεσαι να αναπνέεις μέσα στα γάντια σου. Το κρύο σε χτυπάει
στα μηνίγγια και μουδιάζει τα μάγουλά σου. Ε, ναι, αυτό είναι: Πρέπει να ετοιμάσεις πηχτή – από το όνομα και μόνο πέφτει η θερμοκρασία της ψυχής σου και δεν υπάρχει
καμία μαντίλα με γούνα, γκρίζα, από το Όρενμπουργκ που να σε σώσει. Πρόκειται για θρησκεία – για το βράσιμο της πηχτής. Είναι η ετήσια θυσία, μόνο που δεν ξέρεις σε ποιον,
δεν ξέρεις προς τι. Δεν ξέρεις και τι θα γίνει αν δεν τη φτιάξεις.
Για κάποιον λόγο, όμως, πρέπει.
Πρέπει να περπατήσεις μέσα στην παγωνιά μέχρι την αγορά την πάντα μισοσκότεινη, την πάντα κρύα.
Να περάσεις μπροστά από τις γαβάθες με τις πίκλες, μπροστά από τα γιαούρτια και τo ανθόγαλο που μοσχοβολάει κοριτσίστικη αθωότητα, μπροστά από το στρατιωτικό άγημα από πατάτες,
ραπανάκια, λάχανα, να περάσεις μπροστά από τους λόφους με τα φρούτα, μπροστά από τους φάρους των μανταρινιών και να φτάσεις στην πιο απομακρυσμένη γωνιά. Εκεί που βρίσκεται
το κούτσουρο κοπής του κρεοπώλη, το αίμα και τα τσεκούρια. «Φωνάξτε τη Ρωσία να πάρει το τσεκούρι». Να, εκείνο εκεί, τον μπαλτά που χώνει τη λεπίδα του στο κούτσουρο.
Ήρθε η Ρωσία, διαλέγει η Ρωσία ένα κομμάτι κρέας.
«Ιγκοράκο, κόψε τα πόδια για την κυρία». Ο Ιγκοράκος σηκώνει τον μπαλτά: γκαπ! Ξεχωρίζει τα άσπρα πόδια της αγελάδας,
κόβει τα μπούτια. Μερικοί αγοράζουν κομματάκια από τη μουσούδα –τα χείλια, τα ρουθούνια–, και κάποιοι που τους αρέσει η σούπα χοιρινού παίρνουν γουρουνίσια ποδαράκια,
εκείνα με τις μικρές, παιδικές οπλές. Φοβάσαι να τα πιάσεις αυτά, να αγγίξεις το κιτρινωπό τους δέρμα – και αν κάποιο για απάντηση σου κάνει χειραψία;
Δεν έχουν πεθάνει εντελώς, αυτό είναι το θέμα. Αφού δεν υπάρχει θάνατος,
μπορεί να είναι πετσοκομμένα, σακατεμένα, μπορεί να μην μπορούν να πάνε πουθενά, ούτε καν να συρθούν, μπορεί να είναι σκοτωμένα, αλλά δεν είναι πεθαμένα.
Ξέρουν καλά πως έχεις έρθει γι’ αυτά.
Ύστερα πρέπει να αγοράσεις κάτι στεγνό και καθαρό: κρεμμύδια, σκόρδα, μπαχαρικά. Πίσω τώρα στο σπίτι, μέσα στην παγωνιά, χρατς χρουτς.
Η κρύα είσοδος. Πάλι κάποιος ξεβίδωσε τον γλόμπο. Βρίσκεις ψηλαφιστά το κουμπί του ασανσέρ, ανάβει το κόκκινο μάτι του. Στον κλωβό του ασανσέρ στην αρχή εμφανίζονται, θαμπά,
τα έντερά του, ύστερα η ίδια η καμπίνα. Τα παλιά ασανσέρ του Πίτερ2 κινούνται αργά, αναπηδούνε σε κάθε όροφο, δοκιμάζουν την υπομονή μας. Η τσάντα με τα τσεκουρωμένα πόδια βαραίνει
το χέρι, έχεις την εντύπωση πως την τελευταία στιγμή, παρ’ όλα αυτά, θα αρνηθούν να μπουν στο ασανσέρ, πως θα τιναχτούν, θα ξεφύγουν, θα το σκάσουν, χτυπώντας τις οπλές τους πάνω
στα κεραμικά πλακάκια: τάκα τουκ, τάκα τουκ, τάκα τουκ. Μήπως κάτι τέτοιο θα ήταν καλύτερο; Μπα. Είναι αργά πια.
Στο σπίτι το πρώτο που κάνεις είναι να τα πλύνεις και να τα βάλεις στο μάτι, με τη μεγάλη φλόγα.
Και να που άρχισε κιόλας να ζεσταίνεται, να κοχλάζει, να που η επιφάνεια του νερού σκεπάστηκε με γκρίζα, βρόμικα κύματα: Όλα τα κακά, τα βαριά, τα τρομακτικά, όλα όσα υπέφεραν,
χτυπήθηκαν και σκίστηκαν, όλα όσα μούγκρισαν, μουκάνισαν, όλα όσα δεν κατάλαβαν, αντιστάθηκαν, λαχάνιασαν – όλα βγήκαν με τη βρομιά, όλος ο πόνος, όλος ο θάνατος βγήκε, τυλίχτηκε σε ένα
σιχαμένο, ελαφρύ, τσόχινο φως. Τέλος, γαλήνη, συγχώρεση.
Tώρα πρέπει να χύσεις όλο αυτό το θανατερό υγρό, να ξεπλύνεις όπως αρμόζει τα γαληνεμένα κομματάκια κάτω από το τρεχούμενο νερό και να τα ξαναβάλεις σε μια καθαρή κατσαρόλα με καινούργιο, καθαρό νερό – τώρα πια δεν είναι παρά κρέας, μια συνηθισμένη τροφή, όλα τα τρομακτικά χάθηκαν. Το ήρεμο γαλάζιο φως του γκαζιού, μια μικρή εστία ζεστασιάς. Άσ’ το να σιγοβράσει, για πέντε με έξι ώρες.
Όσο βράζει, ετοιμάζεις χωρίς βιασύνη το σκόρδο και τα μπαχαρικά και τα ρίχνεις στην κατσαρόλα σε δύο δόσεις. Περίπου δυο ώρες πριν από το τέλος της βράσης –η πρώτη δόση, περίπου μία ώρα πριν– η δεύτερη. Αλατίζεις καλά. Αυτό ήταν όλο κι όλο. Προς το τέλος συμβαίνει η τέλεια μεταμόρφωση της σάρκας: Στην κατσαρόλα θα υπάρχει μια χρυσή λίμνη, ένα αρωματικό κρέας. Σε αυτό το στάδιο τίποτα μα τίποτα δεν θυμίζει τον Ιγκοράκο.
Και να έρθουν τα παιδιά, θα κοιτάξουν και δεν θα φοβηθούν. Τώρα πια μπορείς να τους δείξεις τη σούπα, δεν θα ρωτήσουν τίποτα. Σουρώνεις τον ζωμό, κόβεις το κρέας, το φιλετάρεις με ένα κοφτερό μαχαίρι, όπως τα παλιά τα χρόνια. Όπως επί τσάρου, όπως επί του άλλου τσάρου, όπως επί του τρίτου τσάρου, όπως πριν από την ανακάλυψη της κρεατομηχανής, όπως επί Βασιλείου του Σκοτεινού, όπως επί Ιβάν Καλιτά, όπως στις παροιμίες, όπως επί Ριούριχ, όπως επί των ανύπαρκτων Σινέους και Τρούβορ.
Πρέπει να τακτοποιήσεις τώρα τις γαβάθες και τα πιάτα και να ρίξεις μέσα σε καθένα απ’ αυτά μια σκελίδα σκόρδο. Να μοιράσεις τον κιμά. Να βάλεις με την κουτάλα στο καθένα απ’ αυτά τον χρυσό, βαρύ και πηχτό ζωμό. Αυτό είναι όλο κι όλο. Η δουλειά σου έχει τελειώσει, τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το κρύο. Πρέπει να βγάλεις τα πιατάκια και τις γαβάθες προσεκτικά στο μπαλκόνι, να σκεπάσεις τα φέρετρα με τα καπάκια τους, να τα τυλίξεις με διαφανή μεμβράνη και να περιμένεις.
Ύστερα να σταθείς στο μπαλκόνι, τυλιγμένη με τη μαντίλα σου. Να καπνίσεις κοιτάζοντας τα αστέρια του χειμώνα, χωρίς να αναγνωρίζεις ούτε ένα. Να σκέφτεσαι τους καλεσμένους της αυριανής μέρας, να λες μέσα σου πως δεν πρέπει να ξεχάσεις να σιδερώσεις το τραπεζομάντιλο, να προσθέσεις κρέμα στα ραπανάκια, να βγάλεις το κρασί από το ψυγείο και να παγώσεις τη βότκα, να βάλεις τα ραπανάκια σε ένα πιάτο, να κόψεις λίγο ψωμί. Να λουστείς, να ντυθείς ωραία, να μακιγιαριστείς – πούδρα, μάσκαρα, κραγιόν.
Κι αν σου έρθει όρεξη να βάλεις τα κλάματα χωρίς λόγο, κάν’ το τώρα, όσο δεν σε βλέπει κανένας. Βάλε δυνατά κλάματα, για το τίποτα, χωρίς λόγο και αιτία, με λυγμούς, σκουπίζοντας τα δάκρυά σου με το μανίκι σου, σβήνοντας το τσιγάρο σου στο κάγκελο του μπαλκονιού, τσουρουφλίζοντας τα δάχτυλά σου, επειδή δεν βρίσκεις την άκρη. Επειδή το πώς να βρεις την άκρη και το πού είναι αυτή η άκρη παραμένει άγνωστο.