
-10 %
ΜΕΣΑ ΧΡΩΜΑ
267γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2025
ISBN 978-618-5855-07-9
10,80€
12,00€
Χωρίς ΦΠΑ: 10,80€
Η νουβέλα Μέσα χρώμα βασίζεται σε αληθινά και επινοημένα περιστατικά από τη
ζωή του ζωγράφου Μάνου Μαρκαντωνάκη. Επιστολές, συνεντεύξεις, πραγματικές ή κατασκευασμένες, και μονόλογοι της αδερφής του Λένας
φωτίζουν από διαφορετικές σκοπιές το πέρασμα του χρόνου, την κοινή αλλά και την προσωπική τους ζωή, όσο αυτή κράτησε. Με επίκεντρο
την περίοδο των σπουδών του Μαρκαντωνάκη στο Λονδίνο και τη ζωγραφική του πορεία κατά τις δεκαετίες του ’80 και ’90 στην Ελλάδα,
ο Τσιμπούκης παρακολουθεί την περιπέτεια της τέχνης: τη σύλληψη της καλλιτεχνικής ιδέας, την αγωνία της πραγμάτωσης, την αμφιβολία,
το τίμημα της αναγνώρισης, το εκκρεμές της εσωτερικής δημιουργικής διαδικασίας από τον θρίαμβο ως την αποτυχία κι από την επιτυχία μέχρι
το εκκωφαντικό κενό της αποσιώπησης.
Λ έ ν α, 32
Τον έφερε για καφέ την επομένη της γιορτής μου. Έστησα αυτί και άκουσα τη φωνή του Μάνου, μετά τη δική του, άγνωστη, και το γέλιο του. Η πόρτα στον διάδρομο έκλεισε και μετά από λίγο η μουσική τα σκέπασε όλα. Έπιασα να μετράω από μέσα μου. Στα εκατό θα πήγαινα μέσα, στο σαλόνι, αν δεν ερχόταν μέχρι τότε στην κουζίνα ή αν δεν με φώναζε χώνοντας το κεφάλι του από το άνοιγμα. Το ίδιο παιχνίδι κάθε φορά με όσους έρχονται μαζί του. Γιατί δεν μένει με τη Μαρίνα; Αφού τα βρήκανε. Τι κουβαλιέται εδώ; Να δω τι κάνετε. Να αφήσω λεφτά στο μικρό πιατάκι, στο κομοδίνο της μάνας μας, για σένα, για τα ψώνια σας, για τα φάρμακά της. Αχάριστη! Καραγκιόζη! Πότε θα έρθετε με τη Μαρίνα; Λες και δεν μαγειρεύω ένα γαμοφαΐ κάθε δυο μέρες. Θέλει το κορίτσι. Εσύ τραβάς ζόρι! Τι κοιτάς; Το βρομόστομά σου! Αυτό έχω! Την παιδούλα που ήμουνα την πάτησε το τρένο! Άμα δεν βάλω τώρα τα δυνατά μου, δεν μου μένει καιρός, πάει, ξέμεινα. Μέχρι το εκατό ή το πενήντα, άμα το πάω αργά. Τι προλαβαίνω να σκεφτώ μέχρι τότε; Πώς είναι τα μαλλιά μου; Πότε λούστηκα; Τι φοράω; Πού το βρήκα αυτό το πουκάμισο; Μυρίζει; Πότε πλύθηκα; Γιατί σκέφτομαι αυτά τα πάνω πάνω; Γιατί είναι σκοτάδι εκεί κάτω. Από πότε άρχισα να φοβάμαι; Ατρόμητη, κι ας έσερνα το πόδι. Ας κοιτούσαν όσο θέλανε. Τους έβγαζα τη γλώσσα, τους έπαιρνε ο διάολος. Τον είχα συντροφάκι. Τι γίνεται τώρα; Γιατί βλέπω ένα άδειο πράμα σαν να είναι ο δρόμος που ανοίγεται, μόνο αυτός, για μένα; Άμα δεν προλάβω τώρα, άμα δεν βάλω τα δυνατά μου να συμβεί κάτι, κάτι να γίνει… Για μένα! Όπως βάζω το ένα πόδι πάνω στο άλλο και νιώθω την κοιλιά μου να διπλώνεται, ο άδειος σάκος της. Να χορτάσω την πείνα μου αλλιώς, να γλιτώσω από τον φόβο μου αλλιώς, να νιώσω πάλι το λίγωμα, να καταπιώ τη γεύση ενός δάχτυλου που έχω στο στόμα μου και το πιπιλάω. Όχι δικό μου δάχτυλο. Ποιανού; Μαζέψου! Δεν υπάρχει μόνο ο φόβος. Μπορώ να κάνω και το άλλο. Να σηκωθώ, να πάρω το παλτό μου από την κρεμάστρα στον διάδρομο, να το φορέσω, να ανοίξω τη γαμημένη την πόρτα, να μπω στο σαλόνι, να πω Καλησπέρα, πάω για τσιγάρα και να δω ποιος είναι μαζί του. Μισοφοβισμένη, εννοείται. Περισσότερο περίεργη. Να δω τα μούτρα του, το σώμα του να γέρνει μπροστά ή να είναι αραγμένο πίσω. Κοιλαράς, στρογγυλοπρόσωπος, με κάτι μάτια ξελιγωμένα από τα γέλια, να σκουπίζει τα δάκρυα. Θα έχει συμβεί τότε κάτι. Θα ξέρω πως συμβαίνει αυτό που δεν γίνεται να μη γίνει. Να τον δω και να με δει, πρώτη εγώ, πιο σβέλτη, κι ο Μάνος με το καλό το μάτι και τους δύο. Γελάνε με κάτι που είπε ο ένας απ’ τους δύο. Μετράω πάλι, να ξεφοβηθώ. Σε όλο αυτό η μάνα μας έχει ξαπλώσει. Πριν από ώρα, με φώναξε να βεβαιωθεί πως ήμουν σπίτι. Το μεσημέρι με έβρισε που δεν είχα βάλει αλάτι στο πρασόρυζο και της είπα να πλύνει τα πιάτα και να το βουλώσει. Τουλάχιστον είναι ζωντανή ακόμα ή ακόμα πεθαμένη και θυμάται πώς ήταν παλιά. Όταν είναι κι ο Μάνος στο σπίτι είμαστε τρέλα. Το ξέρω, κι ας του λέω το αντίθετο. Αυτό θέλει να ακούει από τη χωλή, κακιασμένη, φοβισμένη αδερφούλα του και του κάνω το χατίρι. Σιγά το πράμα! Όταν είμαστε όλοι μαζί, δεν μιλάμε στο τραπέζι. Εκείνος έχει ανοιχτό ένα μπλοκάκι και σχεδιάζει. Με το άλλο όλο και κάτι ψιλοτσιμπάει από το πιάτο του κι εγώ τον κοιτάω καπνίζοντας μέχρι να σηκώσει το κεφάλι, να δει μια γύρω του και πάλι κάτω στο χαρτί να συνεχίζει. Τρώω όταν έχει τελειώσει εκείνος, δίνοντάς μου σήμα να αρχίσω. Μασουλάω αργά, δεν έχω γεύση. Μόνο το σάλιο που σπρώχνει τον άγευστο πολτό να κατέβει. Σιγομουρμουρίζει έναν σκοπό. Αυτά τα ξένα που τα αφήνει στη μέση, το ένα πίσω από το άλλο, και κουνάει το πόδι του, στοίχημα πως το κάνει. Και μας λοξοκοιτάει. Έτσι είναι όταν είμαστε στα καλά μας. Δεν κινδυνεύουμε από τίποτα. Δεν φοβόμαστε τίποτα. Εγώ για λίγο μόνο. Σαν να μας φυλάει η ζωή που έχουμε φτιάξει. Αγία Τριάδα αχώριστη και καταδικασμένη. Η ζωή πώς μας έχει καταντήσει. Από τα μαύρα σύννεφα μια σπαθιά φως. Από πού μου ήρθε αυτό; Απόγευμα ακόμα… Πού τον βρήκε τέτοια ώρα και τον κουβάλησε; Μπες, ρε Μάνο, άνοιξε την πόρτα και φώναξέ με, να παίξω το κομμάτι μου. Έλα, τι θες; Διαβάζω. Περίμενε, τελειώνω. Και πιέζω τα πόδια μου στο πάτωμα. Βιδωμένη στην καρέκλα, με τη Ραδιοτηλεόραση ανοιχτή, διαβάζω και δεν βγάζω νόημα από τη σαστιμάρα μου και τη χαρά που επιτέλους σηκώθηκε − Έλα, περπάτα, άφησέ τον για λίγο, έλα, άνοιξε την πόρτα, άσε τον άγνωστο μπουνταλά, τον ομορφάντρα που έφερες, για μένα, για ποιον άλλο; Για τα μούτρα σου είναι νομίζεις; Δεν θα το έλεγε ποτέ. Τίποτα δεν κάνει. Βαράνε τα ηχεία. Μένει εκεί μαζί του. Σηκώνω κάθε τόσο τα μάτια μου. Με βλέπω. Ατρόμητη. Το φυλλοκάρδι μου το ξέρει. Έχω μπει στο σαλόνι. Άγνωστη μούρη, αξύριστα μάγουλα, ξερακιανός, ούτε όμορφος ούτε άσχημος, ρουφηχτά μάγουλα, αρρωστιάρης, όπως μ’ αρέσει. Με αταίριαστα ρούχα. Ό,τι βρήκε φόρεσε. Παράταιρο σακάκι κι ένα παντελόνι γεροντίστικο. Άμα πάω πιο κοντά, θα μυρίσω την απλυσιά του. Άνθρωπος διαβολικός. Θα περάσουμε καλά, άμα γουστάρεις. Ζωγράφος; Μοντέλο; Οικοδόμος; Υπάλληλο ένα φεγγάρι στο φαρμακείο του πατέρα μας τον θέλω. Φαρμακοποιός κι εσύ; Α, συμμαθητής του Μάνου, ναι! Γι’ αυτό κάτι μου θυμίζεις. Εγώ είμαι η Λένα. Πλησιάζω, ούτε που κουνιέται. Ούτε που σαλεύω, μόνο λίγο από το ένα πόδι στο άλλο το βάρος μου. Πρόλαβε να δει πως κουτσαίνω, πως έχω αρχίσει λίγο και φοβάμαι;
Τον έφερε για καφέ την επομένη της γιορτής μου. Έστησα αυτί και άκουσα τη φωνή του Μάνου, μετά τη δική του, άγνωστη, και το γέλιο του. Η πόρτα στον διάδρομο έκλεισε και μετά από λίγο η μουσική τα σκέπασε όλα. Έπιασα να μετράω από μέσα μου. Στα εκατό θα πήγαινα μέσα, στο σαλόνι, αν δεν ερχόταν μέχρι τότε στην κουζίνα ή αν δεν με φώναζε χώνοντας το κεφάλι του από το άνοιγμα. Το ίδιο παιχνίδι κάθε φορά με όσους έρχονται μαζί του. Γιατί δεν μένει με τη Μαρίνα; Αφού τα βρήκανε. Τι κουβαλιέται εδώ; Να δω τι κάνετε. Να αφήσω λεφτά στο μικρό πιατάκι, στο κομοδίνο της μάνας μας, για σένα, για τα ψώνια σας, για τα φάρμακά της. Αχάριστη! Καραγκιόζη! Πότε θα έρθετε με τη Μαρίνα; Λες και δεν μαγειρεύω ένα γαμοφαΐ κάθε δυο μέρες. Θέλει το κορίτσι. Εσύ τραβάς ζόρι! Τι κοιτάς; Το βρομόστομά σου! Αυτό έχω! Την παιδούλα που ήμουνα την πάτησε το τρένο! Άμα δεν βάλω τώρα τα δυνατά μου, δεν μου μένει καιρός, πάει, ξέμεινα. Μέχρι το εκατό ή το πενήντα, άμα το πάω αργά. Τι προλαβαίνω να σκεφτώ μέχρι τότε; Πώς είναι τα μαλλιά μου; Πότε λούστηκα; Τι φοράω; Πού το βρήκα αυτό το πουκάμισο; Μυρίζει; Πότε πλύθηκα; Γιατί σκέφτομαι αυτά τα πάνω πάνω; Γιατί είναι σκοτάδι εκεί κάτω. Από πότε άρχισα να φοβάμαι; Ατρόμητη, κι ας έσερνα το πόδι. Ας κοιτούσαν όσο θέλανε. Τους έβγαζα τη γλώσσα, τους έπαιρνε ο διάολος. Τον είχα συντροφάκι. Τι γίνεται τώρα; Γιατί βλέπω ένα άδειο πράμα σαν να είναι ο δρόμος που ανοίγεται, μόνο αυτός, για μένα; Άμα δεν προλάβω τώρα, άμα δεν βάλω τα δυνατά μου να συμβεί κάτι, κάτι να γίνει… Για μένα! Όπως βάζω το ένα πόδι πάνω στο άλλο και νιώθω την κοιλιά μου να διπλώνεται, ο άδειος σάκος της. Να χορτάσω την πείνα μου αλλιώς, να γλιτώσω από τον φόβο μου αλλιώς, να νιώσω πάλι το λίγωμα, να καταπιώ τη γεύση ενός δάχτυλου που έχω στο στόμα μου και το πιπιλάω. Όχι δικό μου δάχτυλο. Ποιανού; Μαζέψου! Δεν υπάρχει μόνο ο φόβος. Μπορώ να κάνω και το άλλο. Να σηκωθώ, να πάρω το παλτό μου από την κρεμάστρα στον διάδρομο, να το φορέσω, να ανοίξω τη γαμημένη την πόρτα, να μπω στο σαλόνι, να πω Καλησπέρα, πάω για τσιγάρα και να δω ποιος είναι μαζί του. Μισοφοβισμένη, εννοείται. Περισσότερο περίεργη. Να δω τα μούτρα του, το σώμα του να γέρνει μπροστά ή να είναι αραγμένο πίσω. Κοιλαράς, στρογγυλοπρόσωπος, με κάτι μάτια ξελιγωμένα από τα γέλια, να σκουπίζει τα δάκρυα. Θα έχει συμβεί τότε κάτι. Θα ξέρω πως συμβαίνει αυτό που δεν γίνεται να μη γίνει. Να τον δω και να με δει, πρώτη εγώ, πιο σβέλτη, κι ο Μάνος με το καλό το μάτι και τους δύο. Γελάνε με κάτι που είπε ο ένας απ’ τους δύο. Μετράω πάλι, να ξεφοβηθώ. Σε όλο αυτό η μάνα μας έχει ξαπλώσει. Πριν από ώρα, με φώναξε να βεβαιωθεί πως ήμουν σπίτι. Το μεσημέρι με έβρισε που δεν είχα βάλει αλάτι στο πρασόρυζο και της είπα να πλύνει τα πιάτα και να το βουλώσει. Τουλάχιστον είναι ζωντανή ακόμα ή ακόμα πεθαμένη και θυμάται πώς ήταν παλιά. Όταν είναι κι ο Μάνος στο σπίτι είμαστε τρέλα. Το ξέρω, κι ας του λέω το αντίθετο. Αυτό θέλει να ακούει από τη χωλή, κακιασμένη, φοβισμένη αδερφούλα του και του κάνω το χατίρι. Σιγά το πράμα! Όταν είμαστε όλοι μαζί, δεν μιλάμε στο τραπέζι. Εκείνος έχει ανοιχτό ένα μπλοκάκι και σχεδιάζει. Με το άλλο όλο και κάτι ψιλοτσιμπάει από το πιάτο του κι εγώ τον κοιτάω καπνίζοντας μέχρι να σηκώσει το κεφάλι, να δει μια γύρω του και πάλι κάτω στο χαρτί να συνεχίζει. Τρώω όταν έχει τελειώσει εκείνος, δίνοντάς μου σήμα να αρχίσω. Μασουλάω αργά, δεν έχω γεύση. Μόνο το σάλιο που σπρώχνει τον άγευστο πολτό να κατέβει. Σιγομουρμουρίζει έναν σκοπό. Αυτά τα ξένα που τα αφήνει στη μέση, το ένα πίσω από το άλλο, και κουνάει το πόδι του, στοίχημα πως το κάνει. Και μας λοξοκοιτάει. Έτσι είναι όταν είμαστε στα καλά μας. Δεν κινδυνεύουμε από τίποτα. Δεν φοβόμαστε τίποτα. Εγώ για λίγο μόνο. Σαν να μας φυλάει η ζωή που έχουμε φτιάξει. Αγία Τριάδα αχώριστη και καταδικασμένη. Η ζωή πώς μας έχει καταντήσει. Από τα μαύρα σύννεφα μια σπαθιά φως. Από πού μου ήρθε αυτό; Απόγευμα ακόμα… Πού τον βρήκε τέτοια ώρα και τον κουβάλησε; Μπες, ρε Μάνο, άνοιξε την πόρτα και φώναξέ με, να παίξω το κομμάτι μου. Έλα, τι θες; Διαβάζω. Περίμενε, τελειώνω. Και πιέζω τα πόδια μου στο πάτωμα. Βιδωμένη στην καρέκλα, με τη Ραδιοτηλεόραση ανοιχτή, διαβάζω και δεν βγάζω νόημα από τη σαστιμάρα μου και τη χαρά που επιτέλους σηκώθηκε − Έλα, περπάτα, άφησέ τον για λίγο, έλα, άνοιξε την πόρτα, άσε τον άγνωστο μπουνταλά, τον ομορφάντρα που έφερες, για μένα, για ποιον άλλο; Για τα μούτρα σου είναι νομίζεις; Δεν θα το έλεγε ποτέ. Τίποτα δεν κάνει. Βαράνε τα ηχεία. Μένει εκεί μαζί του. Σηκώνω κάθε τόσο τα μάτια μου. Με βλέπω. Ατρόμητη. Το φυλλοκάρδι μου το ξέρει. Έχω μπει στο σαλόνι. Άγνωστη μούρη, αξύριστα μάγουλα, ξερακιανός, ούτε όμορφος ούτε άσχημος, ρουφηχτά μάγουλα, αρρωστιάρης, όπως μ’ αρέσει. Με αταίριαστα ρούχα. Ό,τι βρήκε φόρεσε. Παράταιρο σακάκι κι ένα παντελόνι γεροντίστικο. Άμα πάω πιο κοντά, θα μυρίσω την απλυσιά του. Άνθρωπος διαβολικός. Θα περάσουμε καλά, άμα γουστάρεις. Ζωγράφος; Μοντέλο; Οικοδόμος; Υπάλληλο ένα φεγγάρι στο φαρμακείο του πατέρα μας τον θέλω. Φαρμακοποιός κι εσύ; Α, συμμαθητής του Μάνου, ναι! Γι’ αυτό κάτι μου θυμίζεις. Εγώ είμαι η Λένα. Πλησιάζω, ούτε που κουνιέται. Ούτε που σαλεύω, μόνο λίγο από το ένα πόδι στο άλλο το βάρος μου. Πρόλαβε να δει πως κουτσαίνω, πως έχω αρχίσει λίγο και φοβάμαι;
Ετικέτες:
ΜΕΣΑ ΧΡΩΜΑ