-10 %
ΤΑΜΑΝΓΚΟΥΡ
Μετάφραση:
ΤΕΟ ΒΟΤΣΟΣ
Μυθιστόρημα, 131 σσ.:
195γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2023
ISBN 978-618-86331-9-3
11,70€
13,00€
Χωρίς ΦΠΑ: 11,70€
Αφότου το παιδί ήρθε να μείνει μόνιμα με τους παππούδες του, για πολύ καιρό αρνούνταν να μιλήσει.
Είναι τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς τον παππού. Εντελώς ξαφνικά, πριν από έναν χρόνο, «την κοπάνησε ο δειλός», λέει η γιαγιά, για το Ταμανγκούρ, τον παράδεισο των κυνηγών.
«Κάποιοι άντρες», λέει, «έχουν κλέψει τον χρόνο μου, ο παππούς, αντιθέτως, μου τον έχει επιστρέψει διπλάσιο και τριπλάσιο». Το παιδί φοβάται λίγο την Έλζα, που κανείς δεν
γνωρίζει πότε ακριβώς έγινε ζευγάρι με τον Έλβις. «Έβγαλα το παντελόνι με την κουτάλα από το ζεματιστό νερό, είχε γίνει σκληρό σαν σανίδα μες στη χύτρα. Ένα αναμνηστικό.
Ένα ενθύμιο», λέει με ενθουσιασμό η Έλζα. Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος που το έκανε αυτό, κάποιος μεγάλος λεκές; Επειδή γι’ άλλη μια φορά ταξίδευε, ενώ την ίδια στιγμή
κρατούσε στο χέρι ένα παγωτό σμέουρο που έσταζε; Ή είχε προηγηθεί στο πάρκο ένα ραντεβού, για το οποίο ο Έλβις δεν έπρεπε να γνωρίζει, διότι το παντελόνι ήταν δικό του δώρο;
«Ευτυχώς, κάποια πράγματα μπορείς απλά να τα βράσεις μέχρι να εξαφανιστούν ή να τα διαγράψεις», λέει η Έλζα. «Ναι», συμφωνεί η γιαγιά, «ένα τσέλο όμως δεν χωράει σε μια χύτρα
ταχύτητας», κλείνει τα μάτια και αναστενάζει, «συνήθως, η μνήμη απέχει πολύ από την αλήθεια, χαρίζει όμως ευτυχία, αρκεί να μπορείς πού και πού να διαγράφεις κάτι. Ή να το βράζεις
ώσπου να εξαφανιστεί».
Το μυθιστόρημα Ταμανγκούρ, της Λέτα Σεμάντενι, μεταφράστηκε με την οικονομική στήριξη της ProHelvetia.
Βάσω Μπερή, Ταμανγκούρ, “Passepartoutreading.gr”, 01.06.2024
Το Ταμανγκούρ είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο υπαινικτικότητα και συναισθηματισμό, καθημερινές περιπέτειες και υπαρξιακά ερωτήματα για τη ζωή, την απώλεια και τον έρωτα. Ο κόσμος του φιλτράρεται μέσα από την παιδική ματιά και ανακατασκευάζεται από την εφευρετικότητά της. Οι χειρονομίες, οι λέξεις, οι αναμνήσεις, οι γεύσεις και οι ήχοι γεμίζουν την ιστορία με νοήματα ˙ μια ιστορία που ξετυλίγεται μέσα από μικρά ποιητικά κεφάλαια σαν κινηματογραφικές σεκάνς, γεμάτα εικόνες και μεταφορές που αποτυπώνουν άλλοτε με θλίψη και άλλοτε με νοσταλγία ή χιούμορ, στιγμές χαράς, πόνου, μοναξιάς, αγάπης και αποχαιρετισμού. Είναι οι στιγμές της παιδικής ηλικίας μιας γυναίκας που φαίνεται να όρισαν την ενήλικη ζωή της και τις ανασύρει ίσως για να παρηγορηθεί για μια ακόμη απώλεια.
Μιχάλης Μοδινός, Ένα παραμύθι για την κεντρική Ευρώπη, “Τα Νέα, Βιβλιοδρόμιο”, 03.05.2024
Η Λέτα Σεμάντενι ξέρει να τρυπώνει στα αόρατα πεδία της ψυχής ενόσω εξερευνά τα ορατά αντικείμενα του κόσμου. Ξέρει ακόμη να μας καθοδηγεί προς μια ασταθή ισορροπία μεταξύ πραγματικού και ονειρικού.
Γιάννης Δρούγος, Λέτα Σεμάντενι, Ταμανγκούρ, “Into my books”, 09.02.2024
Σπάνιας ομορφιάς και αισθητικής ευαισθησίας μυθιστόρημα, μια ποιητική γιορτή σε πεζό λόγο, λεπτομερώς κεντημένο και έξοχα μεταφρασμένο στα ελληνικά -λέξη τη λέξη, σιωπή τη σιωπή- από τον Τέο Βότσο.
Αλεξάνδρα Μητσιάλη, Ο παράξενος τρόπος της απώλειας, “Bookpress.gr”, 23.01.2024
Έχεις αμυδρά την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ιστορία που ξετυλίγεται σε ένα μέρος μακρινό ή θα μπορούσε και οπουδήποτε κι αρχίζεις να μεταφέρεσαι, με έναν αργό αλλά αποφασιστικό τρόπο, σ’ αυτό το απροσδιόριστο μυθιστορηματικό τοπίο, στο οποίο σύντομα καταλαβαίνεις ότι βρίσκεσαι όχι για να συναντήσεις μια κλασική πλοκή, αλλά για να παρατηρήσεις, μέσα από μία τριτοπρόσωπη αφήγηση χαμηλόφωνη χωρίς εξάρσεις –πότε υπό το βλέμμα του μικρού παιδιού και πότε της γιαγιάς του– τον κόσμο.
Το μυθιστόρημα Ταμανγκούρ, της Λέτα Σεμάντενι, μεταφράστηκε με την οικονομική στήριξη της ProHelvetia.
Βάσω Μπερή, Ταμανγκούρ, “Passepartoutreading.gr”, 01.06.2024
Το Ταμανγκούρ είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο υπαινικτικότητα και συναισθηματισμό, καθημερινές περιπέτειες και υπαρξιακά ερωτήματα για τη ζωή, την απώλεια και τον έρωτα. Ο κόσμος του φιλτράρεται μέσα από την παιδική ματιά και ανακατασκευάζεται από την εφευρετικότητά της. Οι χειρονομίες, οι λέξεις, οι αναμνήσεις, οι γεύσεις και οι ήχοι γεμίζουν την ιστορία με νοήματα ˙ μια ιστορία που ξετυλίγεται μέσα από μικρά ποιητικά κεφάλαια σαν κινηματογραφικές σεκάνς, γεμάτα εικόνες και μεταφορές που αποτυπώνουν άλλοτε με θλίψη και άλλοτε με νοσταλγία ή χιούμορ, στιγμές χαράς, πόνου, μοναξιάς, αγάπης και αποχαιρετισμού. Είναι οι στιγμές της παιδικής ηλικίας μιας γυναίκας που φαίνεται να όρισαν την ενήλικη ζωή της και τις ανασύρει ίσως για να παρηγορηθεί για μια ακόμη απώλεια.
Μιχάλης Μοδινός, Ένα παραμύθι για την κεντρική Ευρώπη, “Τα Νέα, Βιβλιοδρόμιο”, 03.05.2024
Η Λέτα Σεμάντενι ξέρει να τρυπώνει στα αόρατα πεδία της ψυχής ενόσω εξερευνά τα ορατά αντικείμενα του κόσμου. Ξέρει ακόμη να μας καθοδηγεί προς μια ασταθή ισορροπία μεταξύ πραγματικού και ονειρικού.
Γιάννης Δρούγος, Λέτα Σεμάντενι, Ταμανγκούρ, “Into my books”, 09.02.2024
Σπάνιας ομορφιάς και αισθητικής ευαισθησίας μυθιστόρημα, μια ποιητική γιορτή σε πεζό λόγο, λεπτομερώς κεντημένο και έξοχα μεταφρασμένο στα ελληνικά -λέξη τη λέξη, σιωπή τη σιωπή- από τον Τέο Βότσο.
Αλεξάνδρα Μητσιάλη, Ο παράξενος τρόπος της απώλειας, “Bookpress.gr”, 23.01.2024
Έχεις αμυδρά την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ιστορία που ξετυλίγεται σε ένα μέρος μακρινό ή θα μπορούσε και οπουδήποτε κι αρχίζεις να μεταφέρεσαι, με έναν αργό αλλά αποφασιστικό τρόπο, σ’ αυτό το απροσδιόριστο μυθιστορηματικό τοπίο, στο οποίο σύντομα καταλαβαίνεις ότι βρίσκεσαι όχι για να συναντήσεις μια κλασική πλοκή, αλλά για να παρατηρήσεις, μέσα από μία τριτοπρόσωπη αφήγηση χαμηλόφωνη χωρίς εξάρσεις –πότε υπό το βλέμμα του μικρού παιδιού και πότε της γιαγιάς του– τον κόσμο.
Δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις από τη γιαγιά. Το δέρμα του παιδιού είναι γεμάτο αποτυπώματα από τον τραχύ αντίχειρά της.
Όταν πάρει το παιδί από το χέρι για να το σύρει σε μέρη που δεν θέλει να πάει, πιέζει τον αντίχειρά της στο εσωτερικό μέρος του καρπού και τον σπρώχνει πέρα-δώθε, παρακινούμενη από τον παλμό του παιδιού. Ή είναι μήπως ανάποδα; Χτυπάει η καρδιά του επειδή η γιαγιά με τον αντίχειρά της την κάνει να χτυπάει; Το παιδί θέλει να ελευθερωθεί, αλλά δεν τολμά να το επιχειρήσει. Η καρδιά θα μπορούσε να σταματήσει να χτυπά. Η γιαγιά βρίσκεται στην καρδιά του, έχει φωλιάσει μέσα της, και με τον πλατύ, τραχύ της αντίχειρα γρονθοκοπεί τους θαλάμους της ωσότου φαρδύνουν.
Τότε το παιδί μισεί τη γιαγιά, ωστόσο δεν χρειάζεται να έχει ενοχές γι’ αυτό. Η γιαγιά το γνωρίζει το μίσος. Πρόκειται για ένα συναίσθημα, λέει, το οποίο σε ζεσταίνει σαν φωτιά. Δεν καταλαβαίνει γιατί το μίσος έχει τόσο κακή φήμη. Οξύνει τις αισθήσεις, ενισχύει την αιμάτωση και, σε γενικές γραμμές, κάνει μονάχα καλό, λέει. Νιώθει πολύ ευχάριστα όταν μιλάει για το μίσος. Τι θα ήταν ο άνθρωπος χωρίς μίσος! λέει. Θα ήταν ανίκανος να υποφέρει και να αγαπάει, δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε κάτι καλύτερο, έτσι αυτάρεσκος και ένα με τον εαυτό του και τον κόσμο. Δεν θα υπήρχε η τέχνη, δεν θα υπήρχαν τα βιβλία και οι συζητήσεις, δεν θα υπήρχε ένα καλό ψητό, καμία συμφιλίωση, κανένας καβγάς και καμία ειρήνη. Μονάχα αρμονία.
Ωχ, Θεέ μου, λέει, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί έναν πιο πληκτικό κόσμο; Η αρμονία σε κάνει τεμπέλη και χοντρό! Λιγάκι μίσος είναι το αλάτι της ζωής! Για τον Παράδεισο έχουμε αρκετό χρόνο αργότερα. Ίσως, έτσι κι αλλιώς, να είναι μόνο μια άλλη λέξη για την Κόλαση, λέει και το πρόσωπό της λάμπει. Θέλει να επιτρέπει στον εαυτό της την πολυτέλεια να μισεί λιγάκι.
Ιδού ο λόγος που το παιδί δεν έχει ενοχές όταν μισεί και φλέγεται από το τόσο μίσος.
Πρέπει όμως να μισείς ανθρώπους και πράγματα που είναι πραγματικά σημαντικά, λέει η γιαγιά, για τους άλλους δεν αξίζει ο κόπος. Γι’ αυτό και το παιδί καταβάλλει προσπάθεια να μη μισεί τη γειτόνισσα, την κοιτάζει απλώς κατάμουτρα, λες και δεν υπάρχει, και δεν απαντά στις ερωτήσεις της. Και ας χαμογελάει γλυκύτατα η γειτόνισσα, και ας παραπονιέται μετά στη γιαγιά ότι είναι πεισματάρικο.
Η γειτόνισσα είναι μια γυναίκα η οποία ποτέ δεν εννοεί κάτι όπως τελικά το εκλαμβάνει κανείς, λέει η γιαγιά, γαντζώνεται από την επιφάνεια, λες και από κάτω χάσκει μια άβυσσος. Έχει δύο παιδιά και θυμίζει γυναίκα που δεν έχει μυρίσει ποτέ της άντρα.
Η γιαγιά, όμως, χρειάζεται τη γυμνή αλήθεια, έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην ψυχή της.
Γιατί η γειτόνισσα έχει καμπούρα; ρωτάει το παιδί.
Είναι επειδή η καρδιά της έχει μεταπηδήσει στην πλάτη της, αποκρίνεται η γιαγιά, και τώρα δεν είναι πια στη σωστή θέση.
Όταν πάρει το παιδί από το χέρι για να το σύρει σε μέρη που δεν θέλει να πάει, πιέζει τον αντίχειρά της στο εσωτερικό μέρος του καρπού και τον σπρώχνει πέρα-δώθε, παρακινούμενη από τον παλμό του παιδιού. Ή είναι μήπως ανάποδα; Χτυπάει η καρδιά του επειδή η γιαγιά με τον αντίχειρά της την κάνει να χτυπάει; Το παιδί θέλει να ελευθερωθεί, αλλά δεν τολμά να το επιχειρήσει. Η καρδιά θα μπορούσε να σταματήσει να χτυπά. Η γιαγιά βρίσκεται στην καρδιά του, έχει φωλιάσει μέσα της, και με τον πλατύ, τραχύ της αντίχειρα γρονθοκοπεί τους θαλάμους της ωσότου φαρδύνουν.
Τότε το παιδί μισεί τη γιαγιά, ωστόσο δεν χρειάζεται να έχει ενοχές γι’ αυτό. Η γιαγιά το γνωρίζει το μίσος. Πρόκειται για ένα συναίσθημα, λέει, το οποίο σε ζεσταίνει σαν φωτιά. Δεν καταλαβαίνει γιατί το μίσος έχει τόσο κακή φήμη. Οξύνει τις αισθήσεις, ενισχύει την αιμάτωση και, σε γενικές γραμμές, κάνει μονάχα καλό, λέει. Νιώθει πολύ ευχάριστα όταν μιλάει για το μίσος. Τι θα ήταν ο άνθρωπος χωρίς μίσος! λέει. Θα ήταν ανίκανος να υποφέρει και να αγαπάει, δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε κάτι καλύτερο, έτσι αυτάρεσκος και ένα με τον εαυτό του και τον κόσμο. Δεν θα υπήρχε η τέχνη, δεν θα υπήρχαν τα βιβλία και οι συζητήσεις, δεν θα υπήρχε ένα καλό ψητό, καμία συμφιλίωση, κανένας καβγάς και καμία ειρήνη. Μονάχα αρμονία.
Ωχ, Θεέ μου, λέει, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί έναν πιο πληκτικό κόσμο; Η αρμονία σε κάνει τεμπέλη και χοντρό! Λιγάκι μίσος είναι το αλάτι της ζωής! Για τον Παράδεισο έχουμε αρκετό χρόνο αργότερα. Ίσως, έτσι κι αλλιώς, να είναι μόνο μια άλλη λέξη για την Κόλαση, λέει και το πρόσωπό της λάμπει. Θέλει να επιτρέπει στον εαυτό της την πολυτέλεια να μισεί λιγάκι.
Ιδού ο λόγος που το παιδί δεν έχει ενοχές όταν μισεί και φλέγεται από το τόσο μίσος.
Πρέπει όμως να μισείς ανθρώπους και πράγματα που είναι πραγματικά σημαντικά, λέει η γιαγιά, για τους άλλους δεν αξίζει ο κόπος. Γι’ αυτό και το παιδί καταβάλλει προσπάθεια να μη μισεί τη γειτόνισσα, την κοιτάζει απλώς κατάμουτρα, λες και δεν υπάρχει, και δεν απαντά στις ερωτήσεις της. Και ας χαμογελάει γλυκύτατα η γειτόνισσα, και ας παραπονιέται μετά στη γιαγιά ότι είναι πεισματάρικο.
Η γειτόνισσα είναι μια γυναίκα η οποία ποτέ δεν εννοεί κάτι όπως τελικά το εκλαμβάνει κανείς, λέει η γιαγιά, γαντζώνεται από την επιφάνεια, λες και από κάτω χάσκει μια άβυσσος. Έχει δύο παιδιά και θυμίζει γυναίκα που δεν έχει μυρίσει ποτέ της άντρα.
Η γιαγιά, όμως, χρειάζεται τη γυμνή αλήθεια, έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην ψυχή της.
Γιατί η γειτόνισσα έχει καμπούρα; ρωτάει το παιδί.
Είναι επειδή η καρδιά της έχει μεταπηδήσει στην πλάτη της, αποκρίνεται η γιαγιά, και τώρα δεν είναι πια στη σωστή θέση.