Διήγημα - Νουβέλα, 119 σσ.:
190γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2022
ISBN 978-618-86331-1-7
« Ένα απόγευμα που γύρισα νωρίς από τη δουλειά, είδα για πρώτη φορά τον τύπο με το κοστούμι να βγαίνει από την πολυκατοικία μας. Η σιγουριά που είχε στο βλέμμα του τρύπησε το μέτωπό μου και βγήκε από την πίσω μεριά του κεφαλιού μου. Η βαριά του κολόνια απορροφήθηκε με μιας από τις νευρικές απολήξεις της μύτης μου, στάθηκε στον λαιμό μου, με έτσουζε το οινόπνευμα καθώς κατάπινα. Όσο απομακρυνόταν με σταθερό, αργό βηματισμό, πατούσε τα ξερά φύλλα που είχαν σκεπάσει το πεζοδρόμιο, ο ήχος διαπερνούσε το δέρμα μου, εισχωρούσε στο αίμα μου, τινάζονταν οι φλέβες μου, τα βήματά του ρωγμές στα φύλλα, ρωγμές στη συνείδηση». Η ιστορία της Άννας και του Πέτρου μοιάζει με ένα σπίτι· τα πρόσωπα είναι δωμάτια, όχι πάντοτε με πόρτα. Η αφήγηση οδηγεί «τυχαία» από δωμάτιο σε δωμάτιο, αποτυπώνει πλαγίως αλλά στην εντέλεια τις κρυφές γωνιές, όμως δεν μπορείς να πεις με σιγουριά αν το σπίτι χτίζεται ή καταρρέει, τι έχει ή τι δεν έχει πεθάνει.
Ροζαλί Σινοπούλου, Αυτό που μένει ζωντανό, “The Books' Journal ”, τεύχος 151 - Μάρτιος 2024
Ο τίτλος αποκαλύπτεται, έτσι, περισσότερο από εύστοχος: όλες οι ψηφίδες του μωσαϊκού τούτου του βιβλίου δείχνουν προς το υπόλειμμα, δείχνουν προς αυτό που μένει τελικά από το παρελθόν, από τον άλλο, από τον εαυτό. Ήρωες, ηρωίδες, ζώα και πράγματα προσπαθούν να κρατηθούν από τον εαυτό τους κι από τους άλλους τους, να ανακαλύψουν και να στηριχθούν σε κάτι πολύ συγκεκριμένο, μα που πάντα φαίνεται να διαφεύγει. Σε αυτό το μικρό ανθρώπινο δράμα (γιατί σίγουρα δεν πρόκειται για κωμωδία) όλα, μα όλα, προσπαθούν να γαντζωθούν πάνω σε «ό,τι δεν έχει πεθάνει».
Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, Σονάτες φαντασμάτων, “Ανοιχτό βιβλίο, Εφ.Συν.”, 27.01.2024
Ο θάνατος, πραγματικός και φανταστικός, και η αναίρεσή του βρίσκονται, όπως υποβάλλει και ο τίτλος του βιβλίου, στον θεματικό πυρήνα των ιστοριών που συνθέτει η συγγραφέας. Οι ζωές των χαρακτήρων είναι, θα λέγαμε, μικρά μνημεία πένθους και θλίψης, κάτι όμως που αφενός περνάει μέσα από το φίλτρο του αλλόκοτου και αποκτά έτσι απρόσμενες, ενδιαφέρουσες διαστάσεις και αφετέρου αποδίδεται από τη συγγραφέα με μια αξιοσημείωτη ζωντάνια και φρεσκάδα στη γλώσσα: Δεν υπονοείται εδώ μόνο το λοξό χιούμορ, που διαποτίζει την αφήγηση, αλλά και η ίδια η ιδιοσυγκρασιακή χρήση της γλώσσας, η χαρά του γλωσσικού ξαφνιάσματος που βιώνει κανείς κατά την ανάγνωση και διαμορφώνει σαφώς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του αφηγήματος.
Δάνης Κουμασίδης, Πρώτα βήματα, “Oanagnostis.gr”, 31.10.2023
Από καταβολής κόσμου, λεν σύσσωμοι οι μεγάλοι θεωρητικοί, τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας (και της τέχνης, ευρύτερα) είναι σταθερά: έρωτας, θάνατος, μίσος, εξουσία, απληστία κ.ο.κ. Κατά τη γνώμη μου, το θέμα στο εν λόγω βιβλίο είναι η μοναξιά (ή, η μοναχικότητα σ’ ορισμένες παραλλαγές), το περίφημο ανέφικτο της επικοινωνίας, μεταμφιεσμένο σε ενός είδους θάνατο, ή, καλύτερα, στους μικρούς θανάτους της αβάσταχτης καθημερινότητας.
Δημήτρης Χριστόπουλος, Τι δεν έχει πεθάνει, “Culturebook.gr”, 08.03.2023
Λογοτεχνικά έργα, όπως η σπονδυλωτή νουβέλα της Ψιλοπούλου, δεν απαιτούν μονάχα την επάρκεια του αναγνώστη, αλλά γυρεύουν και την αναγνωστική του εμπειρία. Η συγγραφέας κατασκευάζει μια νευρώδη αλληγορική ιστορία, χρησιμοποιώντας με δεξιοτεχνία όλα εκείνα τα υλικά που χρειάζονται για να πει κάποιος με τρόπο γοητευτικό και αινιγματικό συνάμα μια ιστορία.
Γιάννης Δρούγος,
Άρτεμις Ψιλοπούλου - Τι δεν έχει πεθάνει, “Into my books”, 20.12.2022
Η νουβέλα "Τι δεν έχει πεθάνει" συγκινεί και συνταράσσει από την αρχή ως το τέλος και,
παρά τη μικρή της έκταση, είναι πλήρως ολοκληρωμένη σε χαρακτήρες και δομή.
Μέχρι να ανέβει το ασανσέρ στον τέταρτο, πρόλαβα να πάρω τέσσερις βαθιές εισπνοές από τη μύτη, κρατούσα τον αέρα στο διάφραγμα, έπειτα εκπνοές από το στόμα. Αυτά με την πλάτη γυρισμένη στον καθρέφτη, μην τύχει και δω τη φάτσα μου. Τέσσερις όροφοι ήταν αρκετοί για να μπω στο σπίτι χωρίς να τρέμουν τα χέρια μου. Μόλις άνοιξα την πόρτα η μυρωδιά ταυτοποιήθηκε, η κολόνια του ήταν ακόμη στον αέρα, σαν χρησμός άμεσος που δεν χρειάζεται ερμηνεία. Βαριά κολόνια ανακατεμένη με καπνό τσιγάρου. Ασφυξία σε σαλόνι χωρίς οξυγόνο. Ήταν στο μπάνιο, ακουγόταν το νερό που χτυπούσε το σώμα της με όση δύναμη είχε, ακουγόταν κι εκείνη που τραγουδούσε. Πήγα ν’ ανοίξω το παράθυρο αλλά το μετάνιωσα. Δεν ήθελα ο θόρυβος του δρόμου να σκεπάσει τη φωνή της. Έκατσα στον καναπέ να απολαύσω το μουσκεμένο τραγούδι της. Σιγομουρμούριζα το ρεφρέν, της έκανα δεύτερες, κοιτάζοντας τα αποτσίγαρα, ροζ και λευκά χαρτάκια, δυο ειδών αποτσίγαρα, μπηγμένα στο χώμα της χαμηλής μαύρης γλάστρας που έπιανε το μισό τραπεζάκι του σαλονιού.
Της την είχα κάνει εγώ δώρο τη χαμηλή μαύρη γλάστρα με τους κάκτους, τρεις μέρες αφού τη γνώρισα σ’ εκείνη την εκδήλωση για το δικαίωμα κάποιου σε κάτι, δεν θυμάμαι ακριβώς, σημαντικό πάντως δικαίωμα. Ντυμένη στα κόκκινα, καθόταν στο πεζοδρόμιο, κάπνιζε, έπινε μπύρα και γελούσε δυνατά. Οι περαστικοί κοντοστέκονταν να τη χαζέψουν, όπως χαζεύουμε αυτές τις παπαρούνες που φυτρώνουν στις τρύπες των αρμών, ανάμεσα στις πλάκες του πεζοδρομίου.
Εκστασιασμένος, έκατσα στο απέναντι πεζοδρόμιο με τα πόδια λυγισμένα, τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατα. Ο ιδρώτας έσταζε από τους κροτάφους μου απευθείας στην άσφαλτο. Τα μάτια μου ακολουθούσαν τα τινάγματα του κεφαλιού της, τον αντίχειρά της που έπαιζε με την πέτρα του αναπτήρα, τα δάχτυλα των ποδιών της που χόρευαν στον ρυθμό της μουσικής. Κι ήταν κι εκείνα τα χέρια, που τα κουνούσε σαν μαέστρος, συνοδεύοντας τα λόγια της. Μέχρι που σχόλασε η εκδήλωση και σηκώθηκε να φύγει. Την ακολούθησα σφυρίζοντας, κάνοντας βήματα σχεδόν χορευτικά, σταμάτησε, με κοίταξε, πλησίασα, συστήθηκα, υποκλί-θηκα, κουβεντιάσαμε λίγο, ήρθε σπίτι μου, έμεινε τρία χρόνια. Τρία χρόνια ζουν οι κάκτοι που της χάρισα. Τρεις μήνες τους πότισε. Από κει και πέρα φύτευε στο χώμα αποτσίγαρα κι εγώ κάθε βράδυ τα ξερίζωνα και τα πετούσα στα σκουπίδια, παρακαλώντας τη να κόψει το τσιγάρο ή έστω να το ελαττώσει. Εκείνο το απόγευμα που γύρισα νωρίς από τη δουλειά, η γλάστρα είχε δυο ειδών αποτσίγαρα. Είχε για πρώτη φορά γόπες τυλιγμένες με ροζ οικολογικά χαρτάκια. Σημαντική πάντως η οικολογία.