test ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
Menu
Your Cart

ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ

ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
-30 %
ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΟΥΒΕΛΕΣ
Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΣ

Διηγήματα και νουβέλες, 459 σσ.:
590γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2022
ISBN 978-618-84744-6-8
12,25€
17,50€
Χωρίς ΦΠΑ: 12,25€
«…Τα σύντομα ή και μεγαλύτερα ιστοριογενή διηγήματα του Κίιν ποικίλλουν σε φόρμα, είναι ρηξικέλευθα και βαθιά πολιτικά. Είναι ένας ριζοσπαστικός καλλιτέχνης που καταπιάνεται με τα πιο συντηρητικά είδη, ωστόσο κάθε αναζήτηση καινοτομίας στη φετινή παραγωγή μυθοπλασίας των ΗΠΑ θα πρέπει να ξεκινήσει από εδώ».

Christian Lorentzen, Vulture, 22.07.2015


Τα διηγήματα και οι νουβέλες του σύγχρονου Αφροαμερικανού πεζογράφου Τζον Κίιν μάς μεταφέρουν, μεταξύ άλλων, στις ζούγκλες και τα μοναστήρια της Βραζιλίας, στις φυτείες και τις επαναστάσεις των δούλων της αποικιακής Αϊτής, στους εμφυλίους πολέμους των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και στην ιστορία του πρώτου μη ιθαγενή κατοίκου που πάτησε το πόδι του στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Οι Αντιαφηγήσεις προτείνουν διαφορετικές οπτικές γωνίες θέασης της ιστορίας, στη μικρή ή στη μεγάλη της κλίμακα, εμπλουτίζοντας ή αναπροσδιορίζοντας τη σχέση του αναγνώστη με τη (μαύρη) Ιστορία της Βόρειας Αμερικής. Από τη μεταποικιοκρατική ανάγνωση μέχρι την queer λογοτεχνία, οι αφηγηματικοί κώδικες του συγγραφέα είναι κοινοί· η σεξουαλικότητα των χαρακτήρων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ατμόσφαιρας και του ύφους των ιστοριών. Δεν θα ήταν άσκοπο να παρατηρήσουμε πως ο Τζον Κίιν, ανδρωμένος στον ορίζοντα μιας κορυφαίας λογοτεχνικής παράδοσης, της αμερικανικής, εκμεταλλεύεται σε έκταση και σε βάθος τον αφηγηματικό πλουραλισμό της, δίνοντάς μας ένα έργο δουλεμένο στην εντέλεια, με δεξιοτεχνία και διεισδυτικότητα.




Γιάννης Καλογερόπουλος, Αντιαφηγήσεις - John Keene,  “No14me.blogspot.com”, 12.06.2023

Τα διηγήματα και οι νουβέλες της συλλογής διαθέτουν το απαραίτητο στοιχείο της συνοχής, που τα καθιστά ακριβώς αυτό, μια συλλογή, γραμμένα επί τούτου. Ο τρόπος με τον οποίο ο Κιν τα κατασκευάζει είναι έντονα και εμφανώς εγκεφαλικός, διαθέτοντας κάτι από έναν τρόπο γραφής που περισσότερο προσομοιάζει, στη σύλληψή του, ως δοκίμιο, αλλά κατά την εκτέλεση τα προικίζει με όλα εκείνα τα απαραίτητα γνωρίσματα της πολύ υψηλής λογοτεχνίας. 


Άγης Αθανασιάδης, John Keene "Αντιαφηγήσεις", “Librofilo.blogspot.com”, 11.05.2023

Πραγματοποιώντας ένα ταξίδι με ένα πλήθος αναφορών και παραπομπών, δανείων και επιρροών (από Baldwin έως Μπόρχες και από Melville και Mark Twain έως τον Gilles Deleuze), οι σαγηνευτικές και εθιστικές «ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ», αποτελούν αναγνωστική εμπειρία ολκής. Πληθωρικό και πολύπλοκο, στοχαστικό και σε πολλά σημεία δοκιμιακό, μοντέρνο αλλά και κλασσικότροπο, είναι πολύ περισσότερο από ένα βιβλίο μυθοπλασίας, γνωρίζοντάς μας έναν πολύ ποιοτικό συγγραφέα.


Έμυ Ντούρου, Ο Τζον Κίιν στο Documento – «Ποτέ δεν ξέρουμε τι θα βρούμε ψάχνοντας το παρελθόν. Είναι σαν βουτιά σε άγνωστα νερά», “Documento”, 20.12.2022

Παρότι ο Κίιν περιγράφει την περιθωριοποίηση συγκεκριμένων φυλετικών ομάδων δεν θα χαρακτήριζε κάποιος τις «Αντιαφηγήσεις» ως βιβλίο κοινωνικής διαμαρτυρίας. Όπως εξηγεί «Δεν ήταν σκοπός μου να προτάξω την πολιτική διάσταση των ιστοριών, ήθελα απλώς να γράψω για όσα έζησαν κάποιοι. Η πολιτική είναι μεν εγγενές χαρακτηριστικό της τέχνης, όμως σε αυτό το βιβλίο δεν ήταν προτεραιότητά μου να την αναδείξω». 


Βαγγέλης Βαϊάννης, Το παρελθόν υπό κατασκευή, “Τα Νέα, Βιβλιοδρόμιο”, 03.12.2022

Ο Κίιν δεν είναι εκφραστής μιας αφηρημένα καταγγελτικής γραφής υπέρ των underdogs, ούτε η διανοητική του σκευή συγκεντρώνει στοιχεία επιπόλαιου σχετικισμού. Το έργο του λειτουργεί ως μια ριζοσπαστική «αρχαιολογία» της αμερικανικής πολιτισμικής ετερότητας. [...] Όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση των Αντιαφηγήσεων, με κυρίευσε μια σπάνια αίσθηση: πως ο οξυδερκής αυτός συγγραφέας μάτωνε κάθε φορά που έχτιζε το βάθος των ηρώων του.


Άθως Δημουλάς, μαθήματα αμερικανικής ιστορίας, “Η Καθημερινή, Περιοδικό Κ”, 28.11.2022

Η αφήγηση της ακροβάτισσας […] στο διήγημα Acrobatique: ένας ιλιγγιώδης –άνευ τελείας, δεκασέλιδος– μονόλογος, συμβατός με το νούμερο που κάνει η «μιγάδα-κανόνι» ή «μαύρη Αφροδίτη», διασχίζει τόπους, χρόνους, πρόσωπα και μας δίνει τα παράδοξα μάτια μιας «άλλης» για να δούμε τον κόσμο. Πολύ πλούσιο βιβλίο, το χαίρεσαι, το θαυμάζεις.


Γιάννης Δρούγος, Τζον Κίιν, Αντιαφηγήσεις, “Into my books”, 30.10.2022

Οι χαρακτήρες των διηγημάτων του Κίιν βιώνουν το δίλημμα της υποταγής ή της επανάστασης απέναντι στην εξουσία. Καλλιτέχνες, δούλοι, δουλοπάροικοι, μοναχοί, μοναχές, ηττημένοι επαναστάτες, φυγάδες, Καθολικοί, Εβραίοι, άγγελοι και δαίμονες, ποιητές, προφήτες που "διαβάζουν" το παρελθόν και το μέλλον και μιλούν στον καιρό πριν αλλάξει και στη νύχτα πριν πέσει, τρομαγμένοι και υποταγμένοι στη μοίρα τους και την κοινωνική τους θέση, ανυπότακτοι που υψώνουν το ηθικό τους ανάστημα ως τον ουρανό, κρυφά και φανερά ερωτευμένοι, βιώνουν πάθη και πέφτουν στην Κόλαση[...]


Μ α ν α χ ά τ α



Το κανό σταμάτησε στην απόκρημνη, βραχώδη όχθη. Αγκυροβόλιο δεν υπήρχε, γι’ αυτό και πέταξε στα φυλλώματα το σχοινί, στο οποίο είχε δέσει μια βέργα και είχε περάσει ένα τρυπημένο βαρίδι λίγο μεγαλύτερο από τη γροθιά του. Σκαρφάλωσε προσεκτικά προς την πυκνή βλάστηση, οι ρίζες από τα δέντρα και τα χαμόκλαδα να τυλίγονται στις μπότες του, τις ψηλές του κάλτσες, τη φαρδιά λινή του βράκα. Χίλια πουλιά ανήγγειλαν την άνοδό του στην πλαγιά· οι θάμνοι άρχισαν να τρέμουν από την ταραχή πλασμάτων που ξύπνησαν στις κούρνιες τους· έντομα σήκωσαν παραπέτασμα μπροστά στα μάτια του και χάθηκαν. Αφού έδεσε τη βάρκα κι έφτασε στο ανηφορικό λιβάδι, κάθισε λίγο να βρέξει τα χείλη του με νερό από το ασκί του, να βρει τον προσανατολισμό του, να ξεκουραστεί. Τότε μόνο κοίταξε πίσω.
      Το πλοίο τους, το Γιόνγκε Τομπίας, με το οποίο είχε διανύσει τόσα ναυτικά μίλια που δεν μπήκε στον κόπο να τα μετρήσει, είχε χαθεί από τα μάτια του, το καφετί σκαρί του ήταν κρυμμένο πίσω από τη στροφή του ποταμού και τα βράχια με τα φρούρια από δέντρα στην κορυφή. Το νερό, που έρεε σαν μεταξένιο σάβανο, πότε λευκό, πότε ασημένιο, πότε γαλανό, παρέσυρε τα μάτια του προς την ανατολή –το γνώριζε χάρη στην πυξίδα του καπετάνιου και τη δική του οξεία αίσθηση του χώρου, έμφυτη από τότε που θυμόταν τον εαυτό του– και προς τις όχθες ενός μεγαλύτερου, αχαρτογράφητου κατά τόπους, νησιού, με το περίγραμμά του, ένα κιτρινωπό λαμπύρισμα στο φως της αυγής, να χαράσσεται στη μνήμη του σαν οιωνός. Πιο κοντά, στους πρόποδες του λόφου, ψάρια και χέλια χάρασσαν φευγαλέες αυλακιές στην τεταμένη επιφάνεια του ποταμού. Από τις κρυψώνες τους στα βούρλα, βατράχια του τραγουδούσαν. Κάποτε, στο Σάντο Ντομίνγκο όπου είχε γεννηθεί και περάσει τη μισή παιδική του ηλικία, πριν σαλπάρει για ν’ αγοράσει την ελευθερία του, κοίταξε μέσα σ’ έναν κλίβανο, όπου ένας άντρας που θα μπορούσε να ήταν κι αδερφός του έστριβε μια καμπάνα από γυαλί, και είχε νιώσει τ’ ορθάνοιχτο στόμα της πυράς, το κάψιμο της γλώσσας της σχεδόν να τον καταβροχθίζει, καθώς η φυσητή γυάλα έπαιρνε ως εκ θαύματος σχήμα. Και τώρα ο ήλιος, σαν πρόγονος εκείνης της φλόγας που του ’δωσε ταυτότητα, έκαιγε τα ίχνη του στο γαλάζιο λάβαρο τ’ ουρανού, οι καυτές του αχτίδες να πέφτουν παντού, να χρυσίζουν το τοπίο γύρω του. Ήταν συνηθισμένος στις μέρες και τις νύχτες των τροπικών, αλλά και πάλι σύρθηκε κάτω από τη σκιά ενός ευκαλύπτου. Κατέβασε το πλατύ γείσο του καπέλου του, έβαλε το ασκί του στην αριστερή του πλευρά, κοντά στην γκρίζα βάση του δέντρου, άνοιξε το κολάρο του να δροσιστεί και περίμενε.
      Την πρώτη φορά που είχε κάνει κάτι τέτοιο, όταν είχε αποβιβαστεί αλλού, πιο νότια, πιο κοντά στην αποβάθρα και τον κύριο εμπορικό σταθμό, αποφάσισε να φανερωθεί ένας από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί από καιρό, βγαίνοντας από μια αόρατη πόρτα ανάμεσα στις μυρτιές, προφέροντας –ναι, επαναλαμβάνοντας– μια απαλή μα χαρούμενη μελωδία. Τον Γιαν, όπως τον αποκαλούσαν ο πλοίαρχος Μόσελ και το πλήρωμα, ή Χουάν, όπως ήταν γνωστός στο Σάντο Ντομίνγκο ή Ζοάο, όπως τον είχε αποκαλέσει κάποτε ο λουζιτανός ναύτης πατέρας του και όσοι σαν κι αυτόν δούλευαν μαζί του, αφού τα ιβηρικά βασίλεια ήταν ίδια εκείνες τις μέρες, και πριν απ’ αυτό, το Μ −το όνομα που είχε επικαλεστεί η μητέρα του από τον λαό της και τον είχε βάλει να ορκιστεί να μην αποκαλύψει ποτέ και σε κανέναν, που δεν απείχε, συνειδητοποίησε ξαφνικά, από το Μακαντέβα, όπως είχε αρχίσει να τον λέει ο απεσταλμένος των ιθαγενών– είχε αντηχήσει στ’ αυτιά του σαν διαπασών, μέχρι που ο νους του το συνέλαβε, και με το κλειδί αυτής της γλώσσας, που οι περισσότεροι Ολλανδοί στο πλοίο τον διαβεβαίωναν ότι δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν πλήρως, είχε καταφέρει μόνος του να ξεκλειδώσει μια πόρτα. Γούνες με αντάλλαγμα τσεκούρια, μαχαίρια, πυροβόλα όπλα, πιο αποτελεσματικά από τον λαξευμένο πυρόλιθο ή τα λεία ρόπαλα όταν θες να ρίξεις κάτω ένα πούμα, έναν πλάτανο, έναν εχθρό. Είχε στρίψει τον λαιμό ενός παγονιού κι είχε ψήσει έναν ολόκληρο κάπρο, αλλά, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές είχε ακούσει το κάλεσμα για επανάσταση, δεν είχε αποκαλύψει ποτέ ούτε ένα μυστικό ή σύνθημα, ούτε είχε σκοτώσει ή πάρει μέρος στον φόνο κάποιου. Κι όσο οι συνθήκες επέτρεπαν να αποφύγει και τα δύο, αυτό θα έκανε. Κάποια μέρα, ίσως και κοντινή, ήξερε πως η μοίρα του μπορεί και ν’ άλλαζε, εκτός κι αν την αψηφούσε.
      Ο απεσταλμένος είχε ανοίξει, με χειρονομίες, με τις ιστορίες του, και μετά με τα γεύματα και τις φωνές που μιλούσαν μέσα από τη φωτιά και τον καπνό, μια πύλη προς τον κόσμο του. Ο Γιαν γνώριζε ότι πρέπει, για το καλό του, για την επιβίωσή του, αυτόν τον κόσμο να τον θυμάται, να μπει μέσα του. Είχε ήδη αρχίσει να μιλά με τον άνεμο, τα ρέματα, τις πλαγιές. Κι όπως καθόταν τώρα στο χορτάρι, παρατηρώντας το φως να παίζει με τα φυλλώματα, τις σκιές να γλιστρούν σταυρωτά πάνω στα βρύα σε αποχρώσεις μοναδικές, όλες πιο σκούρες από τα δικά του σκούρα χέρια, μάγουλα, ένα αλογάκι της Παναγίας να προχωρά αργά στην ημιγέφυρα που του πρόσφερε ο μίσχος ενός στενάνδριου· έβλεπε ένα άλλο παράθυρο, μέσα στο προηγούμενο, να τον καλεί. Ήθελε να το μελετήσει, όπως μελετούσε και κάθε δέντρο, κάθε θάμνο, κάθε σειρά λουλουδιών, τόσο εδώ όσο και όπου είχε βρεθεί στο νησί. Σκόπευε να καταλάβει αυτό το παράθυρο, να περάσει από μέσα.
      Στάθηκε και έβγαλε το μαχαίρι από τη θήκη του. Πήρε ένα κουβάρι σπάγκο από την τσάντα του. Με τα εργαλεία του σημείωσε διάφορες θέσεις στην περιοχή, χάραξε το δέντρο κι έδεσε κάμποσους σφιχτούς κόμπους στα κλαδιά για να φτιάξει σημάδια σε σχήμα ρόμβου, τετραγώνου, ημικυκλίου, που θα φαίνονταν μέχρι και το ηλιοβασίλεμα. Στα κοντινά κλαδιά έβαλε κι άλλα. Πάντα υπήρχε η πιθανότητα πως ένας από τους ιθαγενείς, από τους οποίους περίμενε να εμφανιστεί κάποιος από στιγμή σε στιγμή, αν και ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο, ή κάποιο άλλο ζωντανό πλάσμα, ή ένα πνεύμα οποιασδήποτε μορφής, θα ερχόταν να λύσει τα σημάδια, να σβήσει τις χαρακιές, σβήνοντας έτσι την ιδιαιτερότητα, για εκείνον, του σημείου, οδηγώντας το πίσω στην ανωνυμία που χαρακτήριζε κάποτε κάθε του βήμα εδώ, όπως και κάθε πλοίο που είχε δουλέψει, κάθε λέξη πριν την πει, κάθε πρόσωπο πριν το δει. Αν ήταν να γίνει έτσι, ας γινόταν. Ορκίστηκε όμως να μην ξεχάσει το κομμάτι αυτό της γης που τον οδήγησε σε μια νέα συνειδητοποίηση. Αν χρειαζόταν να χαράξει στη μνήμη του κάθε μυρωδιά, κάθε ήχο, κάθε χορτάρι, θα το έκανε. Τριγύρισε λίγο, έσκυψε, κοίταξε έναν σκίουρο που τον κοιτούσε επίμονα...
      Παρά το γεγονός ότι δεν είχε ρολόι, ήξερε πως είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει. Ένα ρεύμα αέρα αναστέναξε Ροντρίγκες*, σαν να ενίσχυε αυτή την αίσθηση. Άρχισε να ξεδιαλέγει τις εικόνες στο μυαλό του για να τους πει μια ιστορία, προστατεύοντας από τη φαντασία τους τον τόπο αυτόν και τη μοναδικότητά του. Έκοψε δυο μεγάλα κλαδιά που θα χρησίμευαν ως πάσσαλοι και τα πήρε μαζί του στην όχθη και στο κανό. Με το μαχαίρι και τα δάχτυλα και, αφού έκανε πρώτα ένα μικρό άνοιγμα, με τη λεπτή άκρη του κουπιού του έσκαψε μια τρύπα και έχωσε μέσα τον πρώτο πάσσαλο. Χρησιμοποιώντας τον σπάγκο του έφτιαξε έναν σταυρό με το άλλο κλαδί και στη συνέχεια έδεσε γύρω του μια σειρά από κόμπους, από τη βάση στην κορυφή, ευχόμενος να είχε φέρει χάντρες ή κομμάτια χρωματιστού υφάσματος ή οτιδήποτε θα μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα από μακριά. Έκανε ένα βήμα πίσω να δει το έργο του. Δεν ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να το δει από το νερό, παρόλο που εκεί που στεκόταν κυριαρχούσε στο βλέμμα. Θύμισε όμως στον εαυτό του πως όταν επέστρεφε στο πλοίο θα ήταν για τελευταία φορά, και μπροστά του θα είχε μήνες, ή και χρόνια, να βρει και να φτιάξει ξανά αυτό τον σταυρό, να βάλει έναν καινούργιο. Οι ιθαγενείς θα του έδειχναν τον δρόμο, αν τύχαινε να τον βρουν. Έβαλε το μαχαίρι και τον σπάγκο στη θέση τους, σήκωσε την άγκυρα και μπήκε στο κανό, το κουπί στο ένα χέρι, στο άλλο το έρμα. Έσπρωξε να φύγει από την όχθη, προς τον ποταμό,και καθώς κοίταζε τον σταυρό, του φάνηκε πως για μια στιγμή φωτίστηκε, πριν εξαφανιστεί όπως κι όλα τ’ άλλα γύρω του στην πυκνή βλάστηση του νησιού. Παρά τις άλλες παρατηρήσεις που έκανε για την περιοχή, ήταν το ένα πράγμα που θυμόταν καθαρά, θα μπορούσε να περιγράψει μέχρι και τα νερά στο ξύλο, καθώς έμπαινε στην αιώρα του εκείνη τη νύχτα και, όταν επέστρεψε μια βδομάδα μετά, με το κανό και μια βάρκα φορτωμένα με μεγαλύτερα σακιά γεμάτα τσακμάκια, κεριά, σπόρους, ένα μουσκέτο, το σπαθί του, μια μικρή λινάτσα να τον προστατεύει από τη βροχή, αρκετά τσεκούρια και μαχαίρια να τον διευκολύνουν στη δουλειά του ως εμπόρου και μεταφραστή, χωρίς να επιστρέψει ποτέ ξανά στο Γιόνγκε Τομπίας ή οποιοδήποτε άλλο πλοίο ούτε στα σοκάκια του Άμστερνταμ και στην πατρίδα του την Ισπανιόλα, ήταν το πρώτο πράγμα που είδε.


* Σ.τ.Μ. Ο Χουάν ή Γιαν Ροντρίγκες θεωρείται ο πρώτος άποικος στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Παρότι υπήρχαν εμπορικοί σταθμοί, οι μοναδικοί μόνιμοι κάτοικοι, πριν από τον ίδιο, ήταν ιθαγενείς της Αμερικής.


Ετικέτες: ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ