test ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΠΟΙΑ ΠΟΡΤΑ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ
Menu
Your Cart

ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΠΟΙΑ ΠΟΡΤΑ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ

ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΠΟΙΑ ΠΟΡΤΑ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ
-10 %
ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΠΟΙΑ ΠΟΡΤΑ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ

Διήγημα - Νουβέλα, 221 σσ.:
348γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2023
ISBN 978-618-86331-8-6
12,60€
14,00€
Χωρίς ΦΠΑ: 12,60€
Ιστορίες που εκτυλίσσονται στην Αθήνα του σήμερα με μια αμεσότητα που είναι εδώ δίπλα. Ιστορίες από καφέ-μπαρ, από πάρκα και πλατείες, μέσα σε ισόγεια και ρετιρέ με βεράντα. Δεκαοκτώ διηγήματα με ανθρώπους της διπλανής πόρτας που αφηγούνται περιστατικά από τη ζωή τους, πιστεύοντας ότι διατηρούν τον έλεγχο, ενώ την ίδια στιγμή αυτοαναιρούνται. Με βασικό όπλο του την ειρωνεία, τη συγκαλυμμένη κυνικότητα, αλλά και μια υποβόσκουσα αισιοδοξία, ο Φώτης Μανίκας στην πρώτη του συλλογή διηγημάτων στήνει ιστορίες από το μυαλό του με ειλικρίνεια, χιούμορ, οξυδέρκεια και τρυφερότητα.



Κώστας Βραχνός, Δυο λόγια για τον Φώτη Μανίκα,  “Frear.gr”, 15.02.2024

Λέει ο Augusto Monterroso: «το χιούμορ είναι ο ρεαλισμός φερμένος στις έσχατες συνέπειές του». Ο ρεαλισμός, ο ακραίος ρεαλισμός του Μανίκα, δεν είναι στην πραγματικότητα ρεαλισμός, διότι ο Μανίκας δεν πιστεύει στην πραγματικότητα ως τέτοια. Ούτε, ειρήσθω εν παρόδω, ο κυνισμός του είναι κυνισμός, αλλά θεόπικρος συμβιβασμός με την εκάστοτε αλήθεια του κόσμου εν γένει ή του τόπου αυτού, που ποτέ δεν χάνουν ολοσχερώς τη κρυφή μαγγανεία τους, παρά την ξεφτισμένη και θλιβερή τους όψη. Όσο για το αδιαμφισβήτητο χιούμορ του, αυτό συναρτάται με το διαλείπον, παρεκβατικό, μπλαζέ, ατημέλητο κι αυθόρμητο ύφος με το οποίο περιγράφει ή εξιστορεί τα ανεξάντλητα δεδομένα της οριακής του έξω και έσω παρατηρητικότητας, αλλά και την κοφτή, αψιμυθίωτη, μαεστρικά αλογόκριτη γλώσσα του.


Εύη Καρκίτη, Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας,  “CityMag Thess”, 30.01.2024

Ο Φώτης Μανίκας αποδεικνύεται ένας έξοχος παρατηρητής της σύγχρονης ζωής. Δεν κρίνει, δεν παρεμβαίνει. Αφήνει τα πράγματα να συμβούν. Η κοφτή, λιτή, ασθματική πρόζα, η αιχμηρότητα των διαλόγων, η κόψη του ξυραφιού στην οποία όλα μοιάζουν να κινούνται, το απίστευτο χιούμορ που υπάρχει ακόμη και πίσω από την πιο σκληρή ιστορία, η διαρκής συνομιλία με το παράλογο σε ιστορίες σκληρού, σκληρότατου ρεαλισμού συνθέτουν ένα κόσμο, του οποίου τα όρια διαρκώς πιέζονται.


Γιάννης Δρούγος, Φώτης Μανίκας, Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας,  “Into my books”, 30.12.2023

Ο συγγραφέας, με χειμαρρώδη, νευρώδη και ασθματικό λόγο, απεικονίζει απολύτως πιστά τα έγχρωμα και τα ασπρόμαυρα πλάνα της ζωής μας και τον βίο / παραίσθηση - ιδρώτα - τρόμο - υπαρξιακή αγωνία - κενότητα - είσοδο στο παράλογο των ηρώων του. Δημιουργεί ιστορίες ωμές, σκληρές κι ευαίσθητες όπου ο "βρώμικος" ρεαλισμός συνδέεται με τον μαγικό ρεαλισμό και τις πινελιές λυρισμού αποτυπώνοντας στο χαρτί χαρακτήρες, εικόνες, καταστάσεις, διαλόγους και γεγονότα που "ενοχλούν" είτε γιατί μας ε ίναι εξαιρετικά οικεία επειδή τα βιώνουμε οι ίδιοι ή τα βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα δίπλα μας και τους γυρίζουμε την πλάτη με αποστροφή, λόγω ευθιξίας, βουτηγμένοι στην κενοδοξία μας, φυλακισμένοι σε τοξικά / ταξικά κελιά. 


Π ε ν ή ν τ α   α ρ χ ι κ ά   ή ρ ε μ ο ι   τ ύ π ο ι   ά ρ χ ι σ α ν   ν α   χ τ υ π ι ο ύ ν τ α ι


«Τι στον διάολο γίνεται;» είπα στη Μαρία.
      «Μαζεύονται και το κάνουν τελευταία».
      «Τι εννοείς όταν λες το κάνουν τελευταία
      «Το κάνουν τελευταία, πώς το λένε».
      Ήρθαν οι καφέδες.
      «Οι ίδιοι τύποι;» είπα στη Μαρία.
      Το γκαρσόνι είχε ένα σπυρί στο μάγουλο.
      «Όχι, είναι καινούργια μόδα. Μαζεύονται σε πλατείες κι αρχίζουν να χορεύουν».
      «Χορό το λες αυτό; Να κουνιούνται σαν ξεχαρβαλωμένοι;»
      Έτριψα το μάγουλό μου.
      «Να σου πω», του είπα πριν φύγει.
      «Όλα εντάξει; Δεν έβαλε ζάχαρη;»
      Για κάποιον λόγο το γκαρσόνι είχε ανησυχήσει.
      «Μια χαρά όλα», του είπε η Μαρία.
      Απ’ τα ψηλά γκαρσόνια.
      «Όχι, μωρέ, να σου πω», του είπα. «Τους μέτρησε κανένας;»
      Η Μαρία γέλασε. Δάγκωσε το κάτω χείλος της.
      «Καμιά πενηνταριά μού φαίνονται εμένα», μου είπε.
      Άναψα τσιγάρο. Οι τύποι συνέχιζαν.
      «Εντάξει, ευχαριστώ».
      Κάτι μηχανάκια σταμάτησαν να δουν.
      «Αρχικά ήταν ήρεμοι, μετά γαμήθηκαν», είπε το γκαρσόνι καθώς έφευγε.
      «Στην Αθήνα συμβαίνει μόνο. Πουθενά αλλού στον κόσμο», είπε η Μαρία.
      Άρχισα να τους χαζεύω. Στην πορεία κατάλαβα γιατί το κάνουν.
      «Κάτσε να δεις», της είπα.
      Σηκώθηκα και πήγα κοντά τους. Χαμός γινόταν, μιλάμε. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν κλειστά τα μάτια ενώ χόρευαν. Αν υποθέσουμε ότι αυτό το πράγμα ήταν χορός. Στάθηκα ακίνητος και κοιτούσα τη Μαρία. Ένας τύπος δίπλα μου, καθώς χόρευε, έπιανε τ’ αρχίδια του και τα ζουλούσε. Μετά πεταγόταν πάνω και ούρλιαζε. Η Μαρία μού έγνεψε να γυρίσω στο τραπέζι.
      «Ξέρεις γιατί το κάνουν;» της είπα όταν γύρισα.
      «Το ξεκίνησε ένας τύπος στο Πέραμα. Πήγαινε στην πλατεία και χτυπιόταν μόνος του. Μετά τον μιμήθηκαν και άλλοι», μου είπε η Μαρία.
      «Ναι, αλλά γιατί; Ξέρεις γιατί;
      Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
      «Δεν υπάρχει λόγος», της είπα.
      «Άσε μας, μωρέ, όλα τα ξέρεις πια».
      Έτρεξα σ’ έναν τύπο και τον τράβηξα προς το μέρος μας.
      «Πες μας, ρε φίλε, γιατί το κάνετε;» του είπα.
      «Καλά, μαλάκας είσαι;»
      Κοίταξε τη Μαρία.
      «Δημοσιογράφοι είστε;» της είπε.
      «Βλέπεις τι σου έλεγα;» είπα στη Μαρία.
      Νομίζαμε ότι θα φύγει, αλλά δεν έφυγε αμέσως. Μας πέρασε για δημοσιογράφους.
      «Ακούτε, ρε; Θέλουμε να καταδείξουμε μια αρχέγονη στροφή προς το Είναι», μας πέταξε ο τύπος.
      Γύρισε στην παρέα του και συνέχισε να χτυπιέται. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Τους κοιτούσαμε σαν αξιοθέατο. Σε λίγο η πλατεία δεν έβγαζε νόημα χωρίς αυτούς. Η Μαρία νευρίασε.
      «Ποια στροφή και μαλακίες;»
      Φαντάστηκα κάτι καλάμια. Τα έπαιρνε ο αέρας και τα λύγιζε κάτω. Άνθρωποι-καλάμια. Μετά μου ήρθε ένα κομμάτι χόρτα να τα πατάει ένα πόδι. Άνθρωποι-χόρτα. Ξανά τα σώματα απέναντί μας. Μου έφυγε σάλιο πάνω στην μπλούζα. Η Μαρία γελούσε με δυο τύπους που φιλιούνταν. Στην αρχή νόμιζα πως γελούσε μαζί μου.
      «Τι παίχτηκε;» της είπα.
      «Δεν πάνε σπίτι τους, λέω εγώ;»
      «Την πλάκα τους κάνουν».
      «Δεν βλέπω καμιά πλάκα. Πού την είδες την πλάκα εσύ;»
      Με κοίταξε σαν να κοιτάζει άγαλμα.
      «Εσύ δεν έλεγες ότι είναι νέα μόδα και τέτοια;» της είπα.
      «Και που το έλεγα, με άκουσε κανένας;»
      «Εγώ σε άκουσα».
      «Εσύ δεν μετράς».
      Από την αρχή έβλεπα κάτι να κυλάει κάτω από τα πόδια τους, αλλά δεν καταλάβαινα τι ήταν. Κάτι στο οποίο πατούσαν πάνω χωρίς να πατάνε στην πλατεία.
      «Δεν γαμιέσαι, λέω εγώ», είπα στη Μαρία.
      Άμα αυτοί πατάνε όπου να ’ναι, δεν της φταίω εγώ.
      «Αυτό λέω κι εγώ. Δεν γαμιέμαι;»
      Γύρισα από την άλλη και κοίταξα τους τύπους. Μιλάμε σαν θηρία έκαναν. Και λίγο μ’ άρεσε. Άρχισα να φοβάμαι. Η Μαρία σηκώθηκε και φόρεσε το παλτό. Της είχε κολλήσει στην πλάτη μια απόδειξη.
      «Κοίτα», της είπα. «Μερικοί απ’ αυτούς δεν ακουμπάνε κάτω».
      «Πάμε να φύγουμε, δεν έχει νόημα να τους κοιτάμε άλλο», είπε η Μαρία.
      Ο φαντομάς-γκαρσόνι άπλωσε τη χερούκλα του κι αφαίρεσε την απόδειξη.
      «Για τράβα μας μια φωτογραφία μιας κι ήρθες», του είπα.
      Του έδωσα το κινητό.
      Οι τύποι δεν θα σταματούσαν μέχρι το βράδυ αν δεν έπαιρνε ένας μαλάκας την αστυνομία. Παντού υπάρχει ένας μαλάκας να μας χαλάει τη φάση.