
Θέατρο, 119σσ.:
200γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2025
ISBN 978-618-5855-06-2
«Στο σπίτι μας μεγαλώνουμε σαν τα φυτά, σαν τα δέντρα. Η παιδική μας ηλικία είναι ακόμα εκεί,
δεν έχει φύγει, μα έχει ξεχαστεί. Στο σπίτι μας, στον κήπο μας, δεν είναι ανάγκη να τα έχουμε όλα συνεχώς γύρω μας, με την ψυχή συνεχώς στο στόμα, όλη μας τη ζωή σε αγωνία.
Όχι. Στο σπίτι μας ξεχνούμε, ξεχνιόμαστε. Η πατρίδα, το σπίτι μας, είναι πάνω απ’ όλα ο τόπος όπου μπορούμε να ξεχνιόμαστε. Γιατί αυτό που έχεις αποθέσει σε μια γωνιά δεν χάνεται.
Κι αρκεί μια μέρα να λάμψει το φως με έναν συγκεκριμένο τρόπο για να αναδυθεί κάτι που έμοιαζε για πάντα χαμένο, σαν να βγήκε απ’ τη θάλασσα, καθαρό και γεμάτο ζωή. Κι αν αυτό το κάτι
είναι μια θλίψη, βρίσκεις ανακούφιση αφήνοντάς τη σε μιαν άκρη για να την αναζητήσεις όταν θα έχεις το κουράγιο».
Η φωνή της Αντιγόνης, ρωμαλέα και καθαρή, κάποτε παραληρηματική και προφητική, πάντα όμως γνήσια και ρέουσα από τα σπλάγχνα της τραγικής ηρωίδας –και
πάντα σε συνομιλία με τα πρόσωπα που συμπορεύονται μαζί της στον μύθο–, ταυτίζεται στο έργο αυτό με τη φωνή της Ισπανίδας φιλοσόφου και συγγραφέα Μαρία Θαμπράνο,
της σημαντικότερης γυναικείας μορφής της ισπανικής διανόησης του 20ού αιώνα, η οποία έζησε εξόριστη για περισσότερα από σαράντα χρόνια.
Α ν τ ι γ ό ν η
Δείτε, θεοί, πού βρίσκομαι, δες με, αδελφέ μου. Δεν με περίμενες;
Έπρεπε να πέσω πιο χαμηλά ακόμα; Ναι, έπρεπε να συνεχίσω να κατεβαίνω μέχρι να σε συναντήσω. Εδώ είμαι ακόμα πάνω στη γη. Κι αυτή η ακτίνα φωτός που γλιστρά σαν φίδι,
αυτό το φως που με αναζητά, θα είναι το μεγαλύτερο βασανιστήριό μου. Να μην μπορώ ούτε εδώ να λυτρωθώ από σένα, ω φως, φως του Ήλιου, επίγειο φως!
Μα δεν υπάρχει κι ένας ήλιος των νεκρών; Πρέπει ως κι εδώ να με καταδιώκεις,
Ήλιε του Πάνω Κόσμου; Πρέπει να μαθαίνω από σένα αν είναι νύχτα ή μέρα; Αν ο Ήλιος ανεβαίνει τροπαιοφόρος, υποτάσσοντας την Αυγή, αν βυθίζεται τελικά στη θάλασσα, πρέπει
τάχα να συνεχίσω να το μαθαίνω… για πάντα; Αυτό εγώ δεν το είχα λογαριάσει.
Όσο θα σε βλέπω, φως του Ήλιου, θα εξακολουθώ να με βλέπω
και να γνωρίζω πως εγώ, η Αντιγόνη, είμαι ακόμα εδώ, παραμένω εδώ, και είμαι ακόμα μόνη, ναι, μόνη μέσα στη σιωπή, μέσα στο σκοτάδι, με αυτόν τον Ήλιο
των ζωντανών πάντα να με ακολουθεί. Μόνη και μ’ εσένα να με ακολουθείς, Ήλιε των ζωντανών, φως των δικών μου ματιών, που μόνον εσένα κι εμένα θα αντικρίζουν.
Κι εσύ, τι είναι αυτό που μου λες, φως του Ήλιου; Τώρα το ξέρω, ναι, πως κάθε
χάραμα εσένα κινούσα να συναντήσω, καθάριο φως του πρωινού. Γινόσουν ρόδινο, κάποτε πορφυρό, ήσουν η Αυγή. Από εσένα πρόσμενα τον λόγο, μα εσύ μου έδινες μόνον τον Ήλιο,
τη μια μέρα μετά την άλλη, τον Ήλιο. Ποτέ δεν κατάφερα να σε ακούσω: από την πάλλευκη αυτή σιωπή της ύπαρξής σου δεν είδα ποτέ να γεννιέται ο λόγος. Φλογιζόσουν,
μα όχι για να προσφέρεις τον λόγο, παρά μόνο για τον Ήλιο… μόνο για τον Ήλιο φλογιζόσουν, μόνο τον Ήλιο μού έδινες.
Και τώρα, έχεις κάτι να μου πεις, φως του Ήλιου;
Αν επιτέλους σε άκουγα, αν μου χάριζες αυτόν τον λόγο, έναν μόνο, που θα έφτανε κατευθείαν στα βάθη της καρδιάς μου, εκεί όπου –τώρα το ξέρω– κανένας λόγος,
ούτε εκείνος του δικαστή μου, ούτε εκείνος της αδελφής μου, ούτε εκείνος της αγάπης δεν κατάφερε ποτέ να τρυπώσει. εκεί που δεν τρύπωσε ποτέ κανένας λόγος,
κανένα κλάμα ή βογκητό, που δεν κατάφεραν να φτάσουν οι στεναγμοί του αδελφού μου που έναν τάφο αποζητούσε, ούτε η φωνή κάποιου πλάσματος ζωντανού: ούτε το
μουγκρητό του ταύρου, ούτε το κελάηδημα του κορυδαλλού, ούτε το δυνατό νανούρισμα της θάλασσας, τίποτα που να ανήκει στη ζωή. Χάρισέ μου τον λόγο σου, φως,
κι ας μην τον καταλαβαίνω, εσύ που ποτέ δεν με εγκαταλείπεις. Τον λόγο που γεννιέται από σένα λαχταρώ, κι όχι τούτον εδώ τον Ήλιο.
Μα τώρα που ανοίγω τα μάτια μου, Αυγή,
τα μάτια που είχα σφαλιστά για να σε καλέσω, εσύ δεν είσαι εκεί. Ούτε εσύ, φίδι του Ήλιου που δύει. Φως που αλλάζεις συνεχώς,
με ακούς; Με άκουσες κι έφυγες; Είσαι εσύ έτσι, λοιπόν; Έτσι είσαι;
Τώρα, ναι, βρίσκομαι στο απόλυτο σκοτάδι και δίχως κάποια,
τουλάχιστον, σκιά. Αλλά ψηλά, πάνω στη γη, και όχι μέσα της. Νόμιζα ότι θα κατοικήσω ανάμεσα στους νεκρούς, την πατρίδα μου. Μα όχι, είμαι έξω απ’ αυτήν,
απ’ έξω. Όχι στην καρδιά της νύχτας για να ακούω να χτυπά η καρδιά της αιώνιας μητέρας γης. Εκεί θα έπινα νερό από τη σκοτεινή πηγή των υδάτων. Όμως όχι:
με τον λαιμό στεγνό, την καρδιά αδειανή σαν διψασμένο κανάτι, βρίσκομαι εδώ, στο σκοτάδι.
Τώρα όμως γνωρίζω πια την καταδίκη μου: «Θαμμένη
ζωντανή, Αντιγόνη, δεν θα πεθάνεις, θα παραμείνεις έτσι, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο...
Η ν ύ χ τ α
Πόσοι ήχοι μες στη σιωπή, νύχτα,
πόση ζωή στον θάνατό μου, πόσο αίμα ακόμα στις φλέβες μου, πόση θέρμη σ’ αυτές τις πέτρες.
Και η καρδιά μου, όπως πάντα, τρέχει να συναντήσει τη σκιά, όπως όταν ήμουν ζωντανή.
Τότε, στη διάρκεια της μέρας, ποθούσα τη νύχτα, ανάσαινα με την προσμονή της. Μονάχα το πρωί ήταν για μένα το παρόν, ένα ανοιχτό, όμορφο παρόν, σαν πλατύ και γάργαρο ποτάμι·*
μόνο τότε ο σφυγμός του χρόνου εναρμονιζόταν με τους σφυγμούς στα μηνίγγια μου, αυτά τα μηνίγγια που με προειδοποιούσαν για τη συμφορά που έφτανε καλπάζοντας.
Η συμφορά σφυροκόπησε τα μηνίγγια μου μέχρι να τα λειάνει όπως το εσωτερικό ενός κοχυλιού,
μέχρι να γίνουν σαν δυο αυτιά που αφουγκράζονταν τα υπόκωφα βήματα της δυστυχίας, την παρουσία της· αυτά τα υπόκωφα βήματα με τα οποία η δυστυχία –πολύ πριν ξεσπάσει– μπαίνει
στην κάμαρά μας και παραβιάζει τον χώρο του ονείρου δίχως καν να μας κοιτάξει. Εμφανίζεται και στέκει εκεί ακίνητη, μένει αποπνέοντας τρόμο, έναν τρόμο που γίνεται στο τέλος ένας χιτώνας,
εκείνος, εκείνος που μου φόρεσαν από μικρή, και που μεγάλωνε μαζί μ’ εμένα μέχρι που έγινε ένα με το δέρμα μου.
Ούτε τα καθαρτήρια λουτρά, ούτε τα νερά του ποταμού
ήταν αρκετά ισχυρά ώστε να μου αποσπάσουν αυτό το δέρμα του τρόμου. Ποτέ δεν κατάφερα να απαλλαγώ: το δέρμα μου φαγώθηκε από αυτό το παράσιτο.
Μια μέρα με είδα ξαφνικά και τρόμαξα. Ήμουν εγώ αυτό το είδωλο χωρίς σώμα, χωρίς υλική υπόσταση πέρα από την απολύτως αναγκαία ώστε να είμαι ορατή;
Ανεπαίσθητη και φευγαλέα όπως οι μορφές των ονείρων, όπως μια ανάμνηση. Κι ήταν αυτό το σώμα μου, χωρισμένο πάντοτε από μένα στο ξύπνημα;
Όχι, τάφε μου, δεν πρόκειται να πέσω πάνω σου με βία. Δεν πρόκειται να χτυπήσω σ’ εσένα το κεφάλι μου.
Δεν θα ξεσπάσω σ’ εσένα σαν να ήσουν εσύ ο ένοχος.
Εσύ είσαι ένα λίκνο, μια φωλιά: το σπίτι μου. Και ξέρω πως θα ανοίξεις. Κι εν τω μεταξύ, ίσως με αφήσεις να ακούσω τη μουσική σου, γιατί στις άσπρες πέτρες υπάρχει πάντα ένα τραγούδι.
Πάντα ήθελα να την ακούσω, τη φωνή της πέτρας, τη φωνή και
την ηχώ της, τα δύο αυτά αδέλφια που είναι η φωνή και η ηχώ· αδελφή και αδελφός, ναι. Μα οι ανθρώπινες φωνές δεν με αφήνουν να τ’ ακούσω.
Γιατί δεν ακούνε οι άνθρωποι. Αυτό ακριβώς δεν θέλουν να κάνουν: να ακούνε. Εγώ, όμως, καθώς πεθαίνω, θέλω να ακούσω εσένα, τάφε μου, θέλω να ακούσω εσάς, πέτρες του τάφου μου, λευκού όπως το στόμα της Αυγής.
Ούτε κι εσένα, πόρτα της μοίρας μου, θα χτυπήσω,
ούτε θα σου ζητήσω να ανοίξεις. Είσαι εδώ, υπάκουσε: υπάκουσε, όπως κι εγώ. Όπως κι εγώ, μείνε απαραβίαστη.
Ούτε κι εσένα, θάνατε, θα καλέσω να έρθεις.
Ο θάνατος που με κατέλαβε στο άκουσμα της καταδίκης μου δεν είναι εδώ τώρα. Και στον πραγματικό θάνατο τίποτα δεν λέω.
Μίλησα πολύ για τον θάνατο εγώ, πολύ για τους νεκρούς: πού βρίσκονται τώρα; Είμαι μόνη εδώ με ολόκληρη τη ζωή μαζί.
Αλλά δεν θα σε καλέσω, θάνατε, δεν θα σε καλέσω. Θα μείνω μόνη με ολόκληρη τη ζωή μαζί, σαν να έπρεπε να γεννηθώ, σαν να γεννιόμουν μέσα σ’ αυτόν τον τάφο.
Μήπως δεν γεννήθηκα μέσα σ’ αυτόν,
μήπως δεν συνέβησαν όλα μέσα στον τάφο που με κρατούσε φυλακισμένη; Πάντα μέσα στην οικογένεια: με πατέρα, μητέρα, αδελφή, αδελφό κι αδελφό, πάντα, πάντοτε έτσι.
Πού είναι η αγάπη μου; Τώρα είναι νύχτα– Αγάπη μου, αγάπη μου, πού; Πού, αγάπη μου; Πού;
Για σένα γεννιόμουν, αγάπη. με κατασπαράζει ο έλεος της πέτρας.
Ο έλεος χωρίς θεούς– Πού οι θεοί; Πού; Πού πήγε η αγάπη, και πού οι θεοί, πού; Και τώρα είναι νύχτα, η Νύχτα. Τώρα είναι η Νύχτα.
Εδώ θα γεννηθώ, τώρα. Με οδήγησαν πίσω στη φυλακή απ’ όπου ποτέ δεν είχα βγει, φυλακισμένη καθώς ήμουν από τη γέννησή μου.
Πώς θα μπορούσα να γεννηθώ εγώ, να γεννηθώ όπως όλος ο κόσμος, όντας κόρη των γονιών μου; Μπορούσαν εκείνοι να αποκτήσουν παιδιά σε μέρος άλλο από έναν τάφο;
Πώς θα μπορούσα να γίνω νύφη; Να γίνω αυτό: νύφη, η νύφη;
Στον θάνατο και δίχως χώμα. Ποτέ δεν μου δόθηκαν και τα δυο μαζί, είναι γνωστό. Μπόρεσα να θάψω τη μητέρα μου, αυτό ναι, και μου έδωσε μεγάλο κουράγιο. Τον πατέρα μου, ζωντανό ακόμα, τον κατάπιε η γη, άνοιξε εκείνο το χάσμα. Στενάζει άραγε ακόμα ζωντανός, όπως εγώ, ή ήταν ένας ξεπεσμένος θεός πιασμένος στην παγίδα της ανθρώπινης κατάστασης; Σε ποιον να στρέψω τα μάτια, σ’ εσάς, θεοί, που με αφήσατε μόνη με τον έλεο;
Τώρα δεν νιώθω πια κανέναν έλεο, δεν νιώθω τίποτα, σαν να μην είχα καν αρχίσει να στριφογυρνώ στην κοιλιά της μάνας μου.
Σκιά της ζωής μου, σκιά μου. Νεαρό κορίτσι εγώ, τίποτε περισσότερο. Υπήρξα όντως αυτό; Υπήρξα κάποτε έστω αυτό, ένα νεαρό κορίτσι; Γιατί βλέπω ετούτη τη σκιά; Είναι άραγε η δική μου; Υπάρχει φως ξαφνικά εδώ; Όχι, όχι τώρα. Δεν μπορεί να είμαι το κορίτσι με αυτή τη σκιά: ανάλαφρη, ψηλή, ευωδιαστή. Δεν υπήρξα ποτέ έτσι. Και τώρα υπάρχει μια άλλη σκιά. Εσύ είσαι, αδελφέ μου, που, πιο τυχερός από μένα αφού σε δέχτηκε στο τέλος η γη, έρχεσαι να με αναζητήσεις; Μου φέρνεις το νερό, τα μύρα, θα απλώσεις το χέρι για να με οδηγήσεις στην άλλη πλευρά;
Εσύ είσαι, αδελφέ μου. Αλλά ποιος; Ποιος από τους δύο, ποιος αδελφός;
* Αξίζει να προσέξουμε την πλούσια συμβολογία του νερού στο έργο, η οποία προσλαμβάνει όλες τις δυνατές μορφές (πηγή, κρήνη, ποτάμι, ρυάκι, θάλασσα – αλλά και δοχείο με νερό), όπως επίσης τον καθαρτήριο-εξαγνιστικό ρόλο των υδάτων.