Μυθιστόρημα, 248σσ.:
300γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2025
ISBN 978-618-5855-09-3
«Έχω μια κουβέντα να πω σχετικά με το θέμα των βαθυστόχαστων συγγραφέων, που τελευταία έχουν γίνει αναρίθμητοι και που γνωρίζω πολύ καλά πως ο συνετός κόσμος είναι αποφασισμένος να με συμπεριλάβει σ’ αυτούς. Συνεπώς υποθέτω πως, ως προς το βάθος, για τους συγγραφείς ισχύει ό,τι και για τα πηγάδια, […] ότι συχνά, όταν δεν υπάρχει απολύτως τίποτε στον πάτο εκτός από ξερό χώμα, […] περνιέται παρ’ όλα αυτά για απίστευτα βαθύ, όχι για κανέναν άλλο σοφό λόγο, αλλ’ απλώς γιατί ’ναι απίστευτα σκοτεινό». Το Μια Ιστορία βαρελιού του κορυφαίου Ιρλανδού συγγραφέα Τζόναθαν Σουίφτ, γνωστότερου για τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ, είναι μία από τις ευφυέστερες και τις πιο ξεκαρδιστικές σάτιρες που γράφτηκαν ποτέ. Θρησκεία, φιλοσοφία, συγγραφείς, κριτικοί, «μοντέρνοι» διανοούμενοι και ψευτοεπαΐοντες δέχονται ανεξαιρέτως τα βέλη του συγγραφέα, που σαρκάζει –και αυτοσαρκάζεται– με απαράμιλλη ευρηματικότητα και θαυμαστή ευρυμάθεια. O Χάρολντ Μπλουμ, στον Δυτικό Κανόνα, χαρακτηρίζει το Μια Ιστορία Βαρελιού ως την «καλύτερη πρόζα στην αγγλική μετά τον Σαίξπηρ». Η ιδιοφυΐα του Σουίφτ τον κατατάσσει στην παρέα των μεγαλοφυών σατιρικών: του Αριστοφάνη, του Γιουβενάλη, του Οράτιου, του Ραμπελαί, του Θερβάντες, του Λώρενς Στερν, του Καρλάιλ, του Τζόυς.
Κεφάλαιο V Μια Παρέκβαση κατά το Μοντέρνο Είδος
Εμείς που ο κόσμος ευαρεστείται να μας τιμά με τον τίτλο των μοντέρνων
συγγραφέων δεν θα ήμαστε ποτέ σε θέση να πραγματώσουμε τον μεγάλο μας σκοπό και να μην ξεχαστούμε ποτέ, αλλά η φήμη μας να ζήσει αιώνια,
εάν οι προσπάθειές μας δεν ήσαν τόσο ωφέλιμες για το γενικό καλό της ανθρωπότητας. Ετούτη, ω Σύμπαν, είναι η παράτολμη απόπειρά μου, εμένα του γραμματέα σου.
— Quemvis perferre laborem
Suadet, et inducit noctes vigilare serenas.1
Προς τούτο, με πολύ μόχθο και τέχνη έχω ανατάμει έκτοτε το κουφάρι
της ανθρώπινης φύσης και έχω διαβάσει πολλές χρήσιμες διατριβές σχετικά με τα πολλά του μέρη, και τα περιέχοντα και τα περιεχόμενα, ώσπου τελικά μύρισε τόσο,
που δεν μπορούσα να το κρατήσω άλλο. Μπήκα τότε σε μεγάλο έξοδο για να συνταιριάξω όλα τα κόκαλα μ’ ακρίβεια και με τη σωστή συμμετρία, και είμαι συνεπώς
έτοιμος να δείξω την πλήρη της ανατομία στους κυρίους και τους λογής λογής άλλους που θα ’χαν την περιέργεια να τη δουν. Για ν’ αφήσω όμως τις περαιτέρω παρεκβάσεις,
και μάλιστα εν μέσω μιας παρέκβασης, σαν μερικούς συγγραφείς που ξέρω, που μες στις παρεκβάσεις τους κλείνουν άλλες, σαν κουτιά βαλμένα το ένα μέσα στ’ άλλο, βεβαιώνω ότι,
έχοντας κομματιάσει προσεχτικά την ανθρώπινη φύση, έκανα μια πολύ παράξενη, νέα και σημαντική ανακάλυψη: πως το κοινό καλό της ανθρωπότητας πραγματοποιείται με δύο τρόπους,
τη διδασκαλία και την ψυχαγωγία2.
Και απέδειξα επιπλέον, χάρη στα εν λόγω πολλά αναγνώσματά μου (τα οποία ίσως μπορέσει ο κόσμος να δει μια μέρα, αν καταφέρω κάποιο φίλο
να κλέψει κάνα αντίτυπο, ή κάποιους κυρίους, μεταξύ των θαυμαστών μου, να γίνουν πολύ φορτικοί), ότι, με την τωρινή της προδιάθεση η ανθρωπότητα, έχει πολύ μεγαλύτερο
όφελος ψυχαγωγούμενη παρά διδασκόμενη, καθώς οι επιδημικές νόσοι της είναι η δασκαλοσύνη, η αμορφία και τα χασμήματα. ενώ, στην τωρινή παγκόσμια αυτοκρατορία του
πνεύματος και της πολυμάθειας, λίγα μοιάζει να απομένουν προς διδασκαλίαν. Ωστόσο, ακολουθώντας ένα παράδειγμα που και πολύ παλαιό είναι και μεγάλο κύρος έχει,
προσπάθησα το φτάσω το θέμα μου ως το ύψιστό του σημείο και, κατ’ αναλογίαν, σε όλην ετούτη τη θεσπέσια πραγματεία, ανακάτωσα με μαστοριά μια δόση utile και μια δόση dulce.3
Όταν αναλογίζομαι πόσο απόλυτα οι λαμπροί μας μοντέρνοι
έχουν επισκιάσει την αδύναμη αναλαμπή των αρχαίων και τους έχουν αποκλείσει απ’ όλα τα πάρε δώσε που είναι τώρα του συρμού, τόσο ώστε τα
εκλεκτά πνεύματα της πόλης μας,* που ’χουν να επιδείξουν τα πιο εκλεπτυσμένα χαρίσματα και επιτεύγματα, συζητούν σοβαρά για το αν υπήρξαν,
ή όχι, αρχαίοι4 (επί του οποίου κατά πάσα πιθανότητα θα λάβουμε άφατη ικανοποίηση χάρη στους τόσο ωφέλιμους κόπους και τις εμβριθέστατες
μελέτες του άξιου εκείνου μοντέρνου, του δρος Μπέντλεϋ). όταν τ’ αναλογίζομαι όλ’ αυτά, δεν μπορώ παρά να θρηνώ που κανένας ονομαστός
μοντέρνος δεν έχει ουδέποτε κάνει μια απόπειρα για ένα παγκόσμιο σύστημα, σε μικρή, φορητή έκδοση, όλων των πραγμάτων που πρέπει κανείς
να γνωρίζει, ή να τα πιστεύει ή να τα φαντάζεται ή να τα εφαρμόζει, στη ζωή. Οφείλω ωστόσο να ομολογήσω πως ένα τέτοιο εγχείρημα πέρασε
πριν από λίγο καιρό από τον νου ενός μεγάλου φιλοσόφου της νήσου Χάι Μπρεζίλ**5. Η μέθοδος που πρότεινε ήταν διά μιας παράξενης συνταγής,
ενός γιατροσοφιού, που, ύστερα από τον πρόωρο θάνατό του, ανακάλυψα ανάμεσα στα χαρτιά του, και που εδώ, ορμώμενος από την τόση μου
συμπάθεια προς τους πολυμαθείς μοντέρνους, τους την παρουσιάζω, βέβαιος ότι ίσως μια μέρα ενθαρρύνει σε τούτο το εγχείρημα κάποιον άξιο.
Παίρνετε καθαρά, σωστά αντίγραφα,
καλά δεμένα με βιδέλο και με τον τίτλο στη ράχη, όλων των μοντέρνων έργων περί τεχνών και επιστημών, σε όποια γλώσσα θέλετε.
Ετούτα, τα αποστάζετε σε, balneo Mariae,6 εγχέοντας την πεμπτουσία οπίου, όση ποσότητα είν’ αναγκαία, μαζί με τρεις πίντες Λήθη,
που θα την προμηθευτείτε από τους φαρμακοποιούς. Απομακρύνετε τη μούργα και το caput mortuum,7αφήνοντας ό,τ’ είναι πτητικό να εξανεμιστεί.
Φυλάτε μόνον την πρώτη ροή, που πρέπει να αποσταχθεί και πάλι, δεκαεφτά φορές, έως ότου ό,τι παραμένει να ζυγίζει περίπου δύο δράμια.
Αυτό το κρατάτε σε γυάλινο φιαλίδιο, ερμητικά κλεισμένο, για είκοσι μία ημέρες. Κατόπιν αρχίζετε την καθολική σας αγωγή, λαμβάνοντας
κάθε πρωί αφάγωτος (και αφού πρώτα ανακινήσετε το φιαλίδιο) τρεις σταγόνες από τούτο το ελιξήριο, που τις εισπνέετε από τη μύτη.
Θα απλωθεί παντού στον εγκέφαλο (όπου υπάρχει τέτοιος) σε δεκατέσσερα λεπτά, και ευθύς αμέσως θα σας φανερωθούν άπειρες επιτομές,
συνόψεις, περιλήψεις, χωρία, συλλογές, κεντρικές ιδέες, χαρακτηριστικά αποσπάσματα, ανθολόγια, και όλα τα συναφή, αραδιασμένα, στο
σύνολό τους, με μεγάλη τάξη κι έτσι απλουστευμένα που να χωράνε στο χαρτί.
Οφείλω να ομολογήσω ότι χάρη στη βοήθεια
της μυστικής ετούτης συνταγής εγώ, ειδάλλως ανεπαρκής, αποτόλμησα ένα τόσο ριψοκίνδυνο εγχείρημα, που κανένας άλλος συγγραφέας,
ποτέ, δεν το κατόρθωσε ούτε το επιχείρησε, εκτός από κάποιον ονόματι Όμηρο, στον οποίον, καίτοι κατά τ’ άλλα δεν ήταν άνθρωπος
δίχως κάποιες ικανότητες και, για αρχαίος, το ’χε το ταλέντο του, ανακάλυψα μολοντούτο πολλά κατάφωρα λάθη που δεν συγχωρούνται
ούτε στην τέφρα του, αν κατά τύχη απομένει, απ’ αυτήν, κάτι. Διότι, ενώ μας βεβαιώνουν ότι σχεδίασε το έργο του ως πλήρες σώμα
κάθε γνώσης,8 ανθρώπινης, θείας, πολιτικής και μηχανικής, είναι πρόδηλο ότι παρέλειψε ολωσδιόλου κάποιες κι ότι στις υπόλοιπες
ήταν πολύ ελλιπής. Διότι, καταρχάς, αν και εξέχων αποκρυφιστής υποτίθεται, σύμφωνα με το πώς οι οπαδοί του θα τον παρουσίαζαν,
η περιγραφή του τού opus magnum9 είναι πολύ φτωχή και πλημμελής. μοιάζει να μην έχει διαβάσει, παρά επιδερμικά μόνον, είτε τους
Σεντιβόγκιους και Μπέμε είτε την Anthroposophia Theomagica.10 Σφάλλει επίσης ολότελα σε σχέση με τη sphaera pyroplastica, αβλεψία
ασυγχώρητη, και (αν μου επιτρέπει ο αναγνώστης μια τόσο δριμεία επίκριση) vix credere autorem hunc, unquam audivisse ignis vocem11.
Οι αδυναμίες του σε διάφορα σημεία της μηχανικής δεν είναι λιγότερο φανερές. Διότι, έχοντας διαβάσει τα γραπτά του με τη μεγαλύτερη
επιμέλεια που συνηθίζουν τα μοντέρνα πνεύματα να δείχνουν, δεν μπόρεσα εντούτοις να ανακαλύψω την παραμικρή οδηγία για την κατασκευή
τού τόσο χρήσιμου εκείνου οργάνου, της σταγμοδόχης στο κηροπήγιο. Δίχως αυτήν, αν οι μοντέρνοι δεν είχανε βάλει το χεράκι τους,
ίσως όλοι να περιπλανιόμασταν ακόμη στο σκοτάδι. Αλλ’ έχω αφήσει, ακόμα, ένα πολύ πιο διαβόητο σφάλμα να επιρρίψω στον συγγραφέα.
εννοώ, την κατάφωρη άγνοιά του*** τού κοινού δικαίου ετούτου του βασιλείου και του δόγματος, καθώς και της πειθαρχίας, της Εκκλησίας
της Αγγλίας. Ένα ελάττωμα, πράγματι, για το οποίο και ο ίδιος και όλοι οι αρχαίοι δικαίως επικρίνονται από τον άξιο και ευφυή φίλο
μου τον κον Ουότον, πτυχιούχο Θεολογίας, στην απαράμιλλη πραγματεία του περί Αρχαίας και Μοντέρνας Γνώσης: βιβλίο που την αξία του
ποτέ δεν θα την εκτιμήσουμε επαρκώς, εξετάζοντας είτε το πόσο επιδέξια κυλά και μεταβάλλεται το πνεύμα του συγγραφέα, είτε τη μεγάλη
ωφελιμότητα των ανυπέρβλητων ανακαλύψεών του σχετικά με τις μύγες και το σάλιο, είτε την επίμοχθη ευφράδεια του ύφους του. Και δεν
μπορώ να συγκρατηθώ και να μην τιμήσω ετούτον τον συγγραφέα ομολογώντας δημοσίως την ευγνωμοσύνη μου για την τόση βοήθεια και ενθάρρυνση
που είχα από το απαράμιλλο αυτό έργο του κατά τη συγγραφή τής ανά χείρας πραγματείας.
Όμως, εκτός από τις
ήδη προαναφερθείσες παραλείψεις στον Όμηρο, ο φιλοπερίεργος αναγνώστης θα παρατηρήσει επίσης πολλά ψεγάδια στα
γραπτά του συγγραφέα, για τα οποία δεν είναι τόσο υπόλογος. Διότι, καθώς σε κάθε κλάδο της γνώσης έχουν προσκτηθεί
τόσα θαυμαστά από την εποχή του έως σήμερα, και ιδιαίτερα αυτά τα τελευταία τρία χρόνια πάνω κάτω, είναι σχεδόν
αδύνατον στις μοντέρνες ανακαλύψεις του να ήταν τόσο τέλειος όσο ισχυρίζονται οι υπέρμαχοί του. Του αναγνωρίζουμε,
με το χέρι στην καρδιά, την επινόηση της πυξίδας, της πυρίτιδας και της κυκλοφορίας του αίματος, αλλά προκαλώ οποιονδήποτε
από τους θαυμαστές του να μου δείξει, σ’ όλα του τα γραπτά, μια πλήρη περιγραφή της υποχονδρίας. Δεν μας αφήνει επίσης
τελείως στα σκοτεινά ως προς την τέχνη του πολιτικού στοιχήματος; Τι μπορεί να είναι πιο λειψό και να χαρίζει λιγότερη
ευχαρίστηση στον αναγνώστη, από τη μακροσκελή του πραγματεία περί τσαγιού; Και, όσο για τη μέθοδό του τού σιαλισμού χωρίς
υδράργυρο, που τόσο έχει υμνηθεί εσχάτως, η δική μου πείρα και γνώση μού λένε ότ’ είναι ελάχιστα αξιόπιστη.
Με στόχο να καταδείξω τις τρομερές αυτές ατέλειες, πείστηκα, ύστερα από πολλές παρακλήσεις, να πιάσω τη γραφίδα, και
τολμώ να υποσχεθώ ότι ο συνετός αναγνώστης δεν θα βρει να έχει παραληφθεί εδώ τίποτε που να μπορεί, σε οποιαδήποτε έκτακτη
περίσταση στη ζωή, να σταθεί χρήσιμο. Είμαι βέβαιος ότι περιέλαβα και εξήντλησα όλα εκείνα στα οποία η ανθρώπινη φαντασία
μπορεί να εξυψωθεί ή να ξεπέσει. Ιδιαίτερα συνιστώ στους πολυμαθείς να μελετήσουν προσεχτικά κάποιες ανακαλύψεις μου που δεν
έχουν θιχτεί ουδέποτε από άλλον, από τις οποίες, μεταξύ πλείστων όσων, αναφέρω τις ακόλουθες: Νέο Βοήθημα για τους
Κουτσογραμματισμένους, ή η Τέχνη του να είσαι Βαθιά-γνώστης και Ρηχά-διαβασμένος. Μια Παράξενη Επινόηση σχετικά με τις Ποντικοπαγίδες.
Ένας Καθολικός Κανόνας Λογικής, ή ο Καθείς, Πλάστης του Εαυτού του. μαζί με ένα πολύ χρήσιμο τέχνασμα για τη σύλληψη της κουκουβάγιας.
Για όλα τα παραπάνω, ο συνετός αναγνώστης θα βρει εκτενή πραγμάτευση στα πολυάριθμα μέρη της παρούσας διατριβής.
Νιώθω υποχρεωμένος να ρίξω όσο γίνεται πιο
πολύ φως σε ό,τι τερπνό και έξοχο γράφω, επειδή η συνήθεια και η προδιάθεση που περισσότερο επιδοκιμάζονται στους πρώτους συγγραφείς
της εκλεπτυσμένης και ευρυμαθούς ετούτης εποχής, είναι να διορθώνουν την κακεντρέχεια των επικριτικών αναγνωστών και να φωτίζουν την
αδαημοσύνη του υπολοίπου, ευγενικού αναγνωστικού κοινού. Συν τοις άλλοις, προσφάτως εκδόθηκαν πολλά ονομαστά έργα, τόσο πεζά όσο και έμμετρα,
που, εάν οι συγγραφείς δεν ευαρεστούνταν, από τη μεγάλη τους ανθρωπιά και την τόση τους αγάπη για το κοινό, να μας εκθέσουν καταλεπτώς τι
θεσπέσιο και θαυμαστό περιέχουν, θα είχαμε μία πιθανότητα στις χίλιες να ανακαλύψουμε, απ’ αυτά, έστω και έναν κόκκο. Από τη μεριά μου, δεν
τ’ αρνούμαι πως, ό,τι είπα σε τούτη την περίσταση, θα ταίριαζε περισσότερο σ’ έναν πρόλογο, και θα ήταν πιο σύμφωνο και με το συνήθειο που
το θέλει να ’ναι εκεί. Αλλ’ όμως εδώ θεωρώ ότι μου πρέπει το μεγάλο και τιμημένο προνόμιο να είμαι ο τελευταίος συγγραφέας. Αξιώνω να μου
αναγνωρίζεται η απόλυτη αυθεντία μου, ως ο πιο πρόσφατος μοντέρνος, πράγμα που μου χαρίζει δεσποτική εξουσία επί όλων των προγενεστέρων μου
συγγραφέων. Και, βάσει αυτού του τίτλου, διατρανώνω την πλήρη αποδοκιμασία μου και την αντίθεσή μου προς το ολέθριο ετούτο συνήθειο να ’ναι ο
πρόλογος ένα οψολόγιο του βιβλίου. Διότι ανέκαθεν το θεωρούσα μεγάλη απρέπεια από μέρους όσων εκθέτουν τέρατα και άλλα παράξενα θεάματα, που
αναρτούν μια μεγάλη εικόνα πάνω από την πόρτα, ρεαλιστικά ζωγραφισμένη και με μια πολύ γλαφυρή περιγραφή από κάτω. Χάρη σ’ αυτό έχω εξοικονομήσει
πολλά τρίπενα, γιατί η περιέργειά μου ικανοποιήθηκε πλήρως και δεν θέλησα ποτέ να μπω, αν και συχνά με παρότρυνε ο κράχτης με το ύστατο,
το τόσο συγκινητικό και τόσο κραταιό επιχείρημά μου: «Κύριε, σας τ’ ορκίζομαι, τώρα δα αρχίζουμε». Ετούτη ακριβώς είναι η τύχη, τη σήμερον,
των Προλόγων, των Επιστολών, των Αγγελιών, των Εισαγωγών, των Προλεγομένων, των Παραρτημάτων, των Προς τον Αναγνώστη. Ήταν ένα θαυμαστό, στην αρχή,
τέχνασμα. Ο μεγάλος μας Ντράιντεν το πήγε ως το μη παρέκει, και μάλιστα μ’ απίστευτη επιτυχία. Μου έχει συχνά πει, εμπιστευτικά, ότι οι άνθρωποι
δεν θα φαντάζονταν ποτέ ότ’ είναι τόσο σπουδαίος ποιητής, εάν δεν τους βεβαίωνε περί τούτου στους Προλόγους του, τόσο συχνά ώστε τους ήταν αδύνατον
είτε να το αμφισβητήσουν είτε να το λησμονήσουν. Ίσως είναι έτσι. Εντούτοις, πολύ φοβούμαι ότι ξαστόχησε στο δασκάλεμά του κι ότι αυτά στα οποία
δίδαξε τους ανθρώπους να είναι πιο σοφοί, ήσαν αντίθετα προς τις προθέσεις του. γιατί ’ναι θλιβερό να βλέπει κανείς με τι νωθρή περιφρόνηση πολλοί
από τους χασμώμενους αναγνώστες της εποχής μας φυλλομετρούν σαράντα ή πενήντα σελίδες προλόγων και αφιερώσεων (που ’ναι το σύνηθες μοντέρνο όριο),
θαρρείς και είναι λατινικά. Αν και πρέπει, από την άλλη, να ομολογήσω ότι μεγάλος αριθμός περνιόνται για κριτικοί και διάνοιες μη διαβάζοντας τίποτ’ άλλο.
Δύο κλίκες στις οποίες, πιστεύω, μπορούν δικαίως να μοιραστούν όλοι οι σημερινοί αναγνώστες. Λοιπόν, όσο για μένα, δηλώνω ότι ανήκω στο πρώτο είδος, και,
ως εκ τούτου, έχοντας τη μοντέρνα ροπή προς την απεραντολογία περί όσων τερπνών υπάρχουν στα γραπτά μου και προς την επίδειξη όλων των λαμπρών σημείων της
διατριβής μου, το θεώρησα προτιμότερο να το κάνω μέσα στο σώμα του έργου μου, όπου τώρα κείται, ως διόλου ευκαταφρόνητη προσθήκη στον όγκο του τόμου,
που ομολογουμένως είναι κάτι, ο όγκος, το οποίο ο επιδέξιος συγγραφέας δεν μπορεί επ’ ουδενί να παραβλέψει.
Έχοντας αποτίνει έτσι τον δέοντα σεβασμό και τις ευχαριστίες
μου προς ένα καθιερωμένο συνήθειο των νεότερων συγγραφέων μας, διά μιας απρόσδεκτης μακράς παρέκβασης και μιας απρόκλητης καθολικής αποδοκιμασίας,
φέρνοντας στο φως με το έτσι θέλω, και με πολύ μόχθο και επιδεξιότητα, τις δικές μου αρετές και των αλλονών τα ψεγάδια, με μεγάλη δικαιοσύνη προς
εμένα και με μεγάλη ειλικρίνεια και ευθύτητα προς αυτούς, τώρα καταπιάνομαι με προθυμία, ξανά, με το θέμα μου, χαρίζοντας άπειρη ικανοποίηση και
στον αναγνώστη και στον συγγραφέα.