
Διηγήματα και νουβέλες, 459 σσ.:
590γρ., 12.50 x 19.70 εκ.
© LOGGIA P.C., 2022
ISBN 978-618-84744-6-8
Christian Lorentzen,
Vulture, 22.07.2015
Τα διηγήματα και οι νουβέλες του σύγχρονου Αφροαμερικανού πεζογράφου
Τζον Κίιν μάς μεταφέρουν, μεταξύ άλλων, στις ζούγκλες και τα μοναστήρια
της Βραζιλίας, στις φυτείες και τις επαναστάσεις των δούλων της
αποικιακής Αϊτής, στους εμφυλίους πολέμους των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά
και στην ιστορία του πρώτου μη ιθαγενή κατοίκου που πάτησε το πόδι του
στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Οι Αντιαφηγήσεις προτείνουν διαφορετικές
οπτικές γωνίες θέασης της ιστορίας, στη μικρή ή στη μεγάλη της κλίμακα,
εμπλουτίζοντας ή αναπροσδιορίζοντας τη σχέση του αναγνώστη με τη (μαύρη)
Ιστορία της Βόρειας Αμερικής. Από τη μεταποικιοκρατική ανάγνωση μέχρι
την queer λογοτεχνία, οι αφηγηματικοί κώδικες του συγγραφέα είναι
κοινοί· η σεξουαλικότητα των χαρακτήρων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της
ατμόσφαιρας και του ύφους των ιστοριών. Δεν θα ήταν άσκοπο να
παρατηρήσουμε πως ο Τζον Κίιν, ανδρωμένος στον ορίζοντα μιας κορυφαίας
λογοτεχνικής παράδοσης, της αμερικανικής, εκμεταλλεύεται σε έκταση και
σε βάθος τον αφηγηματικό πλουραλισμό της, δίνοντάς μας ένα έργο
δουλεμένο στην εντέλεια, με δεξιοτεχνία και διεισδυτικότητα.
Γιάννης Καλογερόπουλος, Αντιαφηγήσεις - John Keene, “No14me.blogspot.com”, 12.06.2023
Τα διηγήματα και οι νουβέλες της συλλογής διαθέτουν το απαραίτητο στοιχείο της συνοχής, που τα καθιστά ακριβώς αυτό, μια συλλογή, γραμμένα επί τούτου. Ο τρόπος με τον οποίο ο Κιν τα κατασκευάζει είναι έντονα και εμφανώς εγκεφαλικός, διαθέτοντας κάτι από έναν τρόπο γραφής που περισσότερο προσομοιάζει, στη σύλληψή του, ως δοκίμιο, αλλά κατά την εκτέλεση τα προικίζει με όλα εκείνα τα απαραίτητα γνωρίσματα της πολύ υψηλής λογοτεχνίας.
Άγης Αθανασιάδης, John Keene "Αντιαφηγήσεις", “Librofilo.blogspot.com”, 11.05.2023
Πραγματοποιώντας ένα ταξίδι με ένα πλήθος αναφορών και παραπομπών, δανείων και επιρροών (από Baldwin έως Μπόρχες και από Melville και Mark Twain έως τον Gilles Deleuze), οι σαγηνευτικές και εθιστικές «ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ», αποτελούν αναγνωστική εμπειρία ολκής. Πληθωρικό και πολύπλοκο, στοχαστικό και σε πολλά σημεία δοκιμιακό, μοντέρνο αλλά και κλασσικότροπο, είναι πολύ περισσότερο από ένα βιβλίο μυθοπλασίας, γνωρίζοντάς μας έναν πολύ ποιοτικό συγγραφέα.
Έμυ Ντούρου, Ο Τζον Κίιν στο Documento – «Ποτέ δεν ξέρουμε τι θα βρούμε ψάχνοντας το παρελθόν. Είναι σαν βουτιά σε άγνωστα νερά», “Documento”, 20.12.2022
Παρότι ο Κίιν περιγράφει την περιθωριοποίηση συγκεκριμένων φυλετικών ομάδων δεν θα χαρακτήριζε κάποιος τις «Αντιαφηγήσεις» ως βιβλίο κοινωνικής διαμαρτυρίας. Όπως εξηγεί «Δεν ήταν σκοπός μου να προτάξω την πολιτική διάσταση των ιστοριών, ήθελα απλώς να γράψω για όσα έζησαν κάποιοι. Η πολιτική είναι μεν εγγενές χαρακτηριστικό της τέχνης, όμως σε αυτό το βιβλίο δεν ήταν προτεραιότητά μου να την αναδείξω».
Βαγγέλης Βαϊάννης, Το παρελθός υπό κατασκευή, “Τα Νέα, Βιβλιοδρόμιο”, 03.12.2022
Παρότι ο Κίιν περιγράφει την περιθωριοποίηση συγκεκριμένων φυλετικών ομάδων δεν θα χαρακτήριζε κάποιος τις «Αντιαφηγήσεις» ως βιβλίο κοινωνικής διαμαρτυρίας. Όπως εξηγεί «Δεν ήταν σκοπός μου να προτάξω την πολιτική διάσταση των ιστοριών, ήθελα απλώς να γράψω για όσα έζησαν κάποιοι. Η πολιτική είναι μεν εγγενές χαρακτηριστικό της τέχνης, όμως σε αυτό το βιβλίο δεν ήταν προτεραιότητά μου να την αναδείξω».
Ποτέ μου δεν τον είχα αψηφήσει, αλλά είπα, «κύριε Έντουαρντ, νομίζω πως δεν μου επιτρέπεται να πλησιάζω το καλάθι, ο καθηγητής Λόου συγκεκριμένα μπορεί να νευριάσει πολύ. Με χαρά μου να πάω να φέρω την πίπα και τα γυαλιά σας». Με καθησύχασε «Νέντι – και ο καθηγητής Λόου δεν θα έχει πρόβλημα να μπεις εκεί μέσα για ένα ή δύο δευτερόλεπτα. Πραγματικά, Θίοντορ, θα επιστρέψω αμέσως, νομίζω ξέρω πού τα άφησα». Ένευσα με το κεφάλι, αλλά και πάλι δίσταζα, οπότε άρχισα να λέω, «κύριε Έντουαρντ, μπορώ να περιμένω μέχρι να επιστρέψετε», αλλά αντί γι’ αυτό, καθώς τον παρακολουθούσα να βαδίζει στη σκηνή του, έκανα αργά μα σταθερά βήματα προς το καλάθι και ανέβηκα. Άφησα κάτω την τσάντα, έλεγξα το αλτίμετρο, το οποίο ήταν δεμένο γερά, και τη βαλβίδα, σφιχτή σαν γροθιά, αλλά όταν έσκυψα να κοιτάξω το τηλεγραφικό σύρμα σκόνταψα και έπεσα στο τοίχωμα του καλαθιού—
—Ενώ με την άκρη του ματιού μου βλέπω κάποιον, έναν λευκό, να πετάγεται πίσω από μια καλύβα προς τα κει που συναρμολογούνταν τα υπόλοιπα αερόστατα και νιώθω μια περίεργη αίσθηση σαν να κουνιέται το έδαφος, και λες και ο χρόνος πάει πιο αργά, βλέπω τον κύριο Έντουαρντ, γυαλιά στα μάτια, πίπα στο στόμα, να προχωράει προς το μέρος μου, να τρέχει μα να μην τρέχει, αλλά ταυτόχρονα ν’ απομακρύνεται καθώς φωνάζει «Θεέ μου, όχι, Θίοντορ» και η ενστικτώδης αντίδρασή μου, αφού συνειδητοποιώ πως δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει, είναι να ουρλιάξω καθώς το καλάθι πετάγεται προς τα πάνω κι αριστερά, μετά δεξιά, τα σαγόνια μου ν’ ανοίγουν απότομα, τα μάτια μου καρφωμένα στο χλωμό σχήμα και το περίπλοκο περίβλημα της τεράστιας μεταξένιας σφαίρας από πάνω μου, θέλω να του φωνάξω κι εγώ, να φωνάξω σ’ όποιον βρίσκεται κοντά ότι είμαι στον αέρα, ότι πετάω, θέλω να κραυγάσω έστω και στον εαυτό μου πως δεν είναι καθόλου όπως το είχα φανταστεί, πως το βάρος μου σιγά σιγά εκμηδενίζεται, πως η βαρύτητα γυρίζει ανάποδα, ο χρόνος επιβραδύνει και σταματά, πως το στομάχι μου δένεται μικρούς κόμπους που τινάζονται στον λαιμό μου και ο κύριος Έντουαρντ, τον ακούω καθαρά τώρα, φωνάζει, «ποιος έκοψε τα καλώδια; Ω ουρανοί, κάποιος έκοψε τα καλώδια, Θίοντορ—»
—Και νιώθω κάτι να τινάζει ένα από τα καλώδια και κοιτάζω από την άκρη και τον βλέπω να προσπαθεί να το κρατήσει με το χτυπημένο του χέρι κι έρχονται τώρα και ο καθηγητής Λόου και ο Γιουλίσις και ο κύριος Στάινερ και ο κύριος Σταρκουέδερ και ο Πάτρικ, σχεδόν όλοι, πηδάνε να πιάσουν τα σχοινιά και ο Γιουλίσις φωνάζει, «πήδα, Ρεντ, θα σε πιάσω, αδερφέ μου, πήδα» και ο κύριος Έντουαρντ ουρλιάζει, «όχι, Θίοντορ, δέσου μέσα στο καλάθι και μη στέκεσαι πολύ κοντά στην άκρη». Κι εγώ σκέφτομαι μέσα μου, να πώς είναι να πετάς, πετάω, ο άνεμος σιγομουρμουρίζει στην επιφάνεια του μπαλονιού και του καλαθιού, κι εγώ παρατηρώ για πρώτη φορά δίπλα μου ένα μεταλλικό φλασκί που μπορεί να είναι άδειο, μπορεί και όχι, δύο λευκές σημαίες, συνδεδεμένες σε μεταλλικούς ιστούς μήκους όσου και ο πήχης μου, δεμένους με κηρωμένο σπάγκο, αλλά κι ένα σχοινί που κατεβαίνει από τη βαλβίδα στην κλειστή τρύπα του μπαλονιού κι εγώ κρατιέμαι από μια κουλούρα σχοινί και σύρμα που ήταν αφημένη στα άλλα τοιχώματα του καλαθιού και θυμάμαι να δεθώ σ’ έναν γάντζο στον πάτο και θυμάμαι ακόμα να ελέγχω το αλτίμετρο και τον τηλεγραφικό πομπό και ν’ αρπάξω από την τσάντα το σημειωματάριο του κυρίου Έντουαρντ, αν και θυμάμαι ουσιαστικά τα πάντα που έχει πει για την αεροναυτική και τα αερόστατα και τις πτήσεις από τότε που φτάσαμε εδώ—
—Ενώ γύρω μου ο ουρανός εναλλάσσεται από το ασήμι στο φίλντισι και από κάτω το άκαμπτο πλέγμα της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας, να το περιτριγυρίζει από κάθε πλευρά η πράσινη εξοχή, οι λόφοι και τα λιβάδια, οι φάρμες και οι αγροικίες, οι στροφές του ωχρού ποταμού, κάποιες στη Βιρτζίνια, άλλες στο Μέριλαντ, από τη μια κατευθείαν προς την Πενσιλβάνια και από την άλλη προς τις Καρολίνες, από τη μια προς τον Ατλαντικό Ωκεανό και από την άλλη προς τον Μπουλ Ραν και τα όρη Μπλου Ριτζ, και ίσα που ακούω τον κύριο Έντουαρντ, τον Γιουλίσις και τους άλλους να με φωνάζουν, οι φωνές τους να γίνονται όλο και πιο μακρινές, «Θίοντορ, Θίοντορ» κι εγώ κάθομαι στο κέντρο του καλαθιού καθώς το κρύο δυναμώνει, γνωρίζοντας ότι δεν είμαι δεμένος πουθενά, το καλάθι κι εγώ πετάμε ελεύθερα, παρασυρόμαστε, αιωρούμαστε—
—Στέκομαι, λοιπόν, και θυμάμαι, βλέπω εκεί έξω όλα τα οχυρά και τα στρατόπεδα και τα στρατεύματα μαζεμένα σαν καρκινώματα κατά μήκος των ποταμών, τις επάλξεις και τα κανόνια να θωρακίζουν τους λόφους, τα έργα να πετάγονται σαν δόντια από την άκρη των φυλλωμάτων, τον φρικτό κίνδυνο να έρπει σαν φίδι ανάμεσα στους αλλεπάλληλους καφέ και πράσινους λόφους κι εγώ νιώθω κάτι, όχι ακριβώς φόβο κι όχι ακριβώς έξαψη, δεν μπορώ να τ’ ονομάσω, προσπαθώ να το προφέρω μα δεν μπορώ, βάζω το χέρι μου στον σπάγκο της βαλβίδας, και μετά απλώνω το χέρι να δω ότι τα σακιά με την άμμο είναι στη θέση τους, ελέγχω το χειμερινό παλτό μου κι αισθάνομαι όχι μόνο ότι τα έγγραφα και το ρολόι μου είναι στη θέση τους, αλλά κι η καρδιά μου, και τότε ο λαιμός μου χαλαρώνει επιτέλους σαν κάτι, ένας ήχος, να πρόκειται να βγει και να πει μαμά και Τζόναθαν και Χοράτιο και Νέντι και Γιουλίσις και Νίμροντ και μπαμπά Ζινόμπια Ζεφίρα Λούσιους καθηγητά Λόου πρόεδρε Λίνκολν, Χάνσομ, κάποιος, βοηθεια, αλλά μόνο το αέριο ακούγεται συριστικά κατά την άνοδο καθώς τραβάω τον σπάγκο, καθώς ανοίγω το στόμα μου ακόμα πιο πλατιά και θυμάμαι να βγάλω ένα